Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης του κύκλου εκδηλώσεων με τίτλο “Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα” που πραγματοποιήθηκε στον αυτοδιαχειρίζομενο χώρο Επί Τα Πρόσω.
Πρώτες οργανωτικές προσπάθειες ελληνικού προλεταριάτου (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 21-26):
Η συγκέντρωση/οργάνωση της εργατικής τάξης δεν έγινε ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Η εργατική επαγγελματική συνείδηση, ενώ αρχίζει να σχηματίζεται από το 1875, αργεί πάρα πολύ να ενοποιήσει τις εργατικές δυνάμεις. Μεσολάβησε μισός αιώνας περίπου από τον καιρό που ιδρύθηκε το πρώτο εργατικό σωματείο ίσαμε το 1918 που ιδρύθηκε η Γενική Εργατική Συνομοσπονδία. Βασικές αιτίες υπήρξαν η έλλειψη μεγάλης βιομηχανίας και ο αργός ρυθμός καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας.
Ο πρώτος προλεταριακός πυρήνας σχηματίστηκε στη Σύρα (Ερμούπολη), η οποία ίσαμε το 1875 κρατούσε τα πρωτεία στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Στη Σύρα ιδρύθηκε το πρώτο εργατικό σωματείο το 1879 από εργάτες του ναυπηγείου Σύρου. Είναι η πρώτη προσπάθεια επαγγελματικής οργάνωσης, κατάργησης του 12ωρου εργασίας, καθορισμού ενός σταθερού ορίου στο ανεβοκατέβασμα των μεροκάματων. Περίπου τον ίδιο καιρό οργανώνονται και οι εργάτες των βυρσοδεψείων.
Στην Αθήνα, το 1882 οι τυπογράφοι ιδρύουν το πρώτο σωματείο τους. Στο καταστατικό τους προβλέπεται η προσφυγή σε γενική ή μερική απεργία και αναφέρονται ως προδότες οι απεργοσπάστες: διαγράφονται από το σωματείο, το όνομά τους δημοσιεύεται στην εφημερίδα του σωματείου και αναρτάται σε μαύρο πίνακα στα γραφεία του σωματείου.
Ωστόσο και οι εργοδότες οργανώνονται, σε αντίδραση των πρώτων βημάτων συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων. Ο πρώτος εργοδοτικός συνασπισμός ιδρύθηκε στην Αθήνα υπό το όνομα «Ένωσις των εργοστασιαρχών». Η πάλη των τάξεων έχει αρχίσει. Τα πρώτα σωματεία, οι πρώτες αυτές επαγγελματικές ενώσεις, δεν είχαν ούτε κατεύθυνση ούτε ανεπτυγμένη ταξική αλληλεγγύη. Ενεργούσαν καθεμία για λογαριασμό της (συντεχνιακή αντίληψη) και στηρίζονταν σε ένα πνεύμα φιλανθρωπίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι επιφανείς εργοδότες ή αντιδραστικοί δημσιογράφοι διορίζονταν πρόεδροι και γραμματείς στα εργατικά σωματεία. Στα περισσότερα ήταν γραμμένοι προϊστάμενοι και εργάτες μαζί.
Το ξύπνημα, οι πρώτες απεργίες (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 35-43):
Λαύριο (μεταλλωρύχοι, τέλη 19ου αιώνα-1906)
Η πρώτη απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου έγινε το 1883. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Η δεύτερη έγινε το 1887. Τα χρόνια εκείνα οι μεταλλωρύχοι δεν ήταν καθόλου οργανωμένοι, ωστόσο τους έσπρωχνε το ταξικό τους ένστικτο μιας και δούλευαν 12-14 ώρες την ημέρα, παίρνανε μεροκάματο πείνας (2-3 δρχ.), ζούσαν σε τρώγλες, κάθε εβδομάδα σκοτώνονταν 2-3 εργάτες από τα φουρνέλα, χωρίς να δίνει πεντάρα τσακιστή η εταιρεία (Σερπιέρης) στις οικογένειές τους για αποζημίωση. Έκρυβαν τα πτώματα και τα έθαβαν κρυφά το βράδυ λακέδες της εταιρείας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα πρώτα αιτήματα ήταν: 1) αύξηση μεροκάματου, 2) να λάβει μέτρα η εταιρεία ώστε να μη σκοτώνονται εργάτες, 3) κατάργηση της δουλειάς τις Κυριακές. Η σημαντικότερη απεργία της εποχής εκείνης σημειώθηκε το 1896 (8-21 Απρίλη). Η εταιρεία προσπάθησε να την αποτρέψει φέρνοντας Ιταλούς και Καρυστινούς εργάτες, σπέρνοντας τη διχόνοια μεταξύ Κρητικών-Μανιατών (τοπικισμός) κτλ, ωστόσο η απεργία ξέσπασε. Η απεργιακή επιτροπή βρίσκεται αντιμέτωπη με τους φύλακες της εταιρείας που τους εμποδίζουν με τα όπλα στο χέρι. Σκοτώνεται ένας εργάτης, ο Καραφλιάς. Η μάχη αρχίζει, οι απεργοί ορμούν και σκοτώνουν όλους τους φύλακες, εκτός ενός. Ορμάνε και παίρνουν όλοι δυναμίτη από τις αποθήκες, η αποθήκη με το μπαρούτι ανατινάζεται, τα γραφεία καίγονται. Χωρίς οργάνωση, χωρίς ηγέτες, οι εργάτες εκδικούνται με επαναστατικά μέσα. Ο Σερπιέρης τρέπεται σε φυγή. Η κρατική τρομοκρατία δεν άργησε να ξεσπάσει: η κυβέρνηση έστειλε ιππικό, μια πυροβολαρχία, ευζώνους. Άρχισαν αμέσως συλλήψεις και ξυλοδαρμοί. Οι απεργοί μετρούσαν δύο νεκρούς και πολλούς τραυματίες, καθώς και 20 συλληφθέντες. Παρ’ όλα αυτά δεν χάνουν το θάρρος τους και κρατούν την απεργία για 15 μέρες, χωρίς να εμφανιστεί ούτε ένας απεργοσπάστης. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις η απεργία λύθηκε με αύξηση μεροκάματου μία πεντάρα, χωρίς δηλ. να αλλάξει κάτι ουσιαστικά. Έως το 1906 οι μεταλλωρύχοι δεν έκαναν άλλη κινητοποίηση. Στην απεργία αυτή μοιράστηκαν σοσιαλιστικές προκηρύξεις, αλλά η ταξική συνείδηση ήταν σε εμβρυώδη κατάσταση.
Η απεργία του 1906 ήταν η τέταρτη σε σειρά. Εκείνο το χρόνο οι μεταλλωρύχοι ίδρυσαν σωματείο, στο οποίο γράφτηκαν αμέσως 5000 άτομα. Ο Σερπιέρης, για να αυξήσει το κέρδος του, έφτιαξε ένα καινούριο μείγμα εκρηκτικών (για να μην πληρώνει φόρο στο τελωνείο για το εισαγόμενο μπαρούτι). Οι τραυματισμοί και οι θάνατοι εργατών αυξήθηκαν. Αιτήματα της απεργίας: αύξηση μεροκάματου, ταμείο συντάξεων, ιατρική περίθαλψη, στέγαση, μέτρα ασφαλείας, 8ωρο. Η κυβέρνηση στέλνει κατευθείαν στρατό και προβαίνει σε λευκά εντάλματα. Η απεργία κρατά 9 ημέρες, ωστόσο εισχωρούν αντεργατικά στοιχεία και διαλύεται. Όχι μόνο δεν κερδίζουν τίποτα αλλά η εταιρεία τους ζητά αποζημίωση. Άλλες απεργίες ακολούθησαν το 1910, 1919 και 1921.
Οι μεγάλες απεργίες στα χρόνια 1908-1918 (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 184-205)
Μέσα σε αυτή τη δεκαετία ξέσπασαν σχεδόν σε όλες τις πόλεις της χώρας μεγάλες εργατικές απεργίες. Αν και η συνδικαλιστική οργάνωση ήταν ακόμα σε πρώιμο στάδιο, το προλεταριάτο χρησιμοποίησε το όπλο της απεργίας για να βελτιώσει τους όρους της ζωής του.
Βόλος (καπνεργάτες 1909): Εκεί οργανώθηκαν πρώτοι σε σωματεία οι τυπογράφοι, οι καπνεργάτες και οι τσιγαράδες. Απεργία καπνεργατών 23/2/1909: δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί μέσα σε μπουντρούμια, οι περισσότεροι καταντούσαν φθισικοί. Αρχικά προσπαθούν να συνδιαλλαγούν με τους καπνεμπόρους, αλλά οι συνεννοήσεις ναυαγούν. Στις 2/3/1909 η απεργία εξελίσσεται σε επαναστατική διαμαρτυρία, όταν κυκλοφορεί η φήμη ότι αυξήθηκαν τα μεροκάματα κάποιων εργατών οι οποίοι πήγαν το πρωί για δουλειά. Οι καπνεργάτες εξορμούν στις αποθήκες και εξαναγκάζουν τους απεργοσπάστες να φύγουν, προκαλούν ζημιές στις αποθήκες. Καταφτάνουν χωροφύλακες και στρατιώτες, συλλαμβάνονται απεργοί και πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι απεργοί προσπαθούν να πάρουν πίσω τους συλληφθέντες, τρεις εργάτες τραυματίζονται από σφαίρες. Οι καπνεργάτες συνεχίζουν, άλλες συντεχνίες δηλώνουν ότι θα ενισχύσουν τον αγώνα τους. Οι καπνεργάτες υποχωρούν, οι εργάτες δικαιώνονται. Στις 27/3 αποφυλακίζονται οι συλληφθέντες. Καπνεργατική απεργία είχε ξεσπάσει στις 9/3/1909 και στην Καρδίτσα. Και αυτή λύθηκε με επιτυχία.
Όμως μέσα σε ένα χρόνοι οι εργοδότες θέλησαν να επαναφέρουν το παλιό καθεστώς της 12ωρης εργασίας και του μεροκάματου πείνας. Οι εργάτες κατεβαίνουν και πάλι σε απεργία, στις 10/2/1910, για τρεις εβδομάδες και πετυχαίνουν να κρατήσουν όσα είχαν κερδίσει.
Στις αρχές του 1911 ξεσπάει τρίτη καπνεργατική απεργία, ωστόσο, ενώ κράτησε κοντά ένα μήνα, υποχωρούν οι καπνεργάτες αυτή τη φορά. Ζητούσαν 8ωρο, υγιεινά εργοστάσια, ιατρική περίθαλψη κτλ.
Πειραιάς (ναυτοθερμαστές 1910): Παρά την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, τίποτα δεν έγινε για την καλυτέρευση της ζωής των εργατών που δούλευαν στα εμπορικά καράβια. Μεγάλη καταπίεση, λίγη τροφή, πολλές ώρες δουλειάς. Στην αρχή προσπάθησαν με το καλό να τους δοθεί λίγο φαγητό παραπάνω και να δουλεύουν κάπως λιγότερο, αλλά οι εφοπλιστές δεν άκουγαν τίποτα. Ετοιμάστηκαν να κηρύξουν απεργία ζητώντας τροφή καλή και κανονισμό δουλειάς (καθορισμό ωρών εργασίας). Τα αιτήματα έγιναν «κατ’ αρχήν» δεκτά, υπό τον όρο να διαλύσουν το σωματείο τους. Οι ναυτεργάτες αρνήθηκαν και η απεργία ξέσπασε τον Μάρτη 1910. Πρωθυπουργός την εποχή εκείνη ήταν ο Στ. Δραγούμης, ο ίδιος που αιματοκύλισε στο Κιλελέρ τους αγρότες. Αμέσως θέλησε να δείξει ότι είναι με την πλευρά του νεαρού ελληνικού κεφαλαίου και πήρε μέτρα για το σπάσιμο της απεργίας, στέλνοντας στα δεμένα εμπορικά πλοία ναύτες από το πολεμικό ναυτικό. Τότε αποφάσισαν τα εργατικά σωματεία της Αθήνας να γίνει κοινό συλλαλητήριο για να ενισχύσουν την απεργία των ναυτοθερμαστών του Πειραιά. Στις 9/4/1910 ανέβηκαν στην Αθήνα κοντά 2000 απεργοί και ενώθηκαν με 1000 περίπου εργάτες αθηναίους. Κατευθύνονται έξω από το σπίτι του Δραγούμη. Αυτός επιφυλάσσεται και καλά να απαντήσει αύριο, οι απεργοί μανιάζουν, η αστυνομία καλεί χωροφύλακες και στρατό, κάτι που ερεθίζει περαιτέρω τους εργάτες. Ένας απεργός αρπάζει από τα χέρια ενός χωροφύλακα το γκρα, ακολουθούν κι άλλοι, ρίχνουν πέτρες στο σπίτι του Δραγούμη. Ο πρωθυπουργός βλέποντας το μανιασμένο πλήθος δηλώνει ότι δέχεται τα αιτήματα των απεργών και ότι θα διατάξει να αποσυρθούν οι ναύτες του πολεμικού ναυτικού.
Πειραιάς (τσιγαράδες 10/5/1910): Ο Βάρκας καταργεί τα χειροποίητα τσιγάρα και φέρνει σιγαροποιητικές μηχανές, αρκετοί εργάτες μένουν στο δρόμο. Και άλλοι καπνοβιομήχανοι σκοπεύουν να κάνουν το ίδιο. Στις 17/5 οι απεργοί τσιγαράδες κάνουν έφοδο και σπάνε τις μηχανές των εργοστασίων. Για 2-3 μέρες ο Πειραιάς και η Αθήνα στρατοκρατείται υπό τον φόβο νέων ταραχών. Ακολουθώντας την ανάλυση του Γκραβ και άλλων αναρχικών, πίστεψαν ότι εχθρός δεν είναι η καπιταλιστική τάξη αλλά η τεχνολογική εξέλιξη και, όπως συνέβη κι αλλού, τα έβαλαν με τα άψυχα μηχανήματα. Τέτοιες αντιλήψεις είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, διότι εχθρός του εργάτη είναι ο εκμεταλλευτής εργοδότης του και εχθρός της τάξης του ο καπιταλισμός, και όχι η τεχνολογική εξέλιξη.
Αθήνα (τραμβαγέρηδες=τροχιοδρομικοί 1911): Το σωματείο των τραμβαγέρηδων ιδρύθηκε το 1909. Τον ίδιο κιόλας χρόνο κατέβηκε σε απεργία ενάντια στις αυθαιρεσίες της Εταιρείας Τροχιοδρόμων, τα χαμηλά μεροκάματα, τις πολλές ώρες δουλειάς (15 ώρες +), το γεγονός ότι τους έβαζαν να κάνουν αγγαρείες στα σπίτια των μεγαλοϋπαλλήλων της εταιρείας. Κατάφεραν να κερδίσουν 10ωρο και κανονισμό μισθολογίου, με τίμημα το θάνατο ενός εργάτη. Ωστόσο χρειάστηκε δεύτερη απεργία πολύ σύντομα για να διατηρήσουν ό,τι είχαν κερδίσει. Δύο χρόνια μετά, το 1911, η εταιρεία αποφασίζει να διαλύσει το δραστήριο σωματείο. Οι εργάτες απαντούν με απεργία στις 21/1, η κίνηση σταματά ολότελα. Την τρίτη μέρα η εταιρεία προσπαθεί να βάλει μπροστά κάποια τραμ με απεργοσπάστες, ωστόσο οι απεργοί είχαν ενημερωθεί και είχαν από το πρωί μπλοκάρει το αμαξοστάσιο μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Η κυβέρνηση στέλνει στρατό, αλλά οι απεργοί μένουν στη θέση τους. Την επομένη έρχεται μια ομάδα σοσιαλιστών τσιγαράδων και αρβυλοεργατών σε ταξική αλληλεγγύη. Ενώ ο Βενιζέλος δέχεται πιέσεις από τον Τύπο και τους μεγαλοαστούς να δράσει δυναμικά, ο ίδιος επιλέγει να χτυπήσει με πλάγιο τρόπο την απεργία. Στέλνει τον Θεοδωρόπουλο να βρει τους απεργούς και να δώσει υποσχέσεις. Οι απεργοί παρασύρονται και εμπιστεύονται στον Θεοδωρόπουλο να μεσολαβήσει στις διαπραγματεύσεις με την εταιρεία και την κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος είναι κατηγορηματικός: πρώτα πρέπει να σταματήσει η απεργία και μετά θα ασκήσει δήθεν όλη την επιρροή του για να γίνουν δεκτά τα αιτήματα προς την εταιρεία. Οι απεργοί αντιδρούν και εκδίδονται άμεσα πολλά εντάλματα για συλλήψεις. Μεσάνυχτα, πολύ κρύο, χιόνι, αλλά οι απεργοί παραμένουν στις θέσεις τους. Πέφτουν πυροβολισμοί από τους χωροφύλακες, οι απεργοί χτυπάνε την καμπάνα και σημαίνουν συναγερμό. Η Πειραιώς γεμίζει με κόσμο, φωνές. Η μάχη αρχίζει, στήνονται οδοφράγματα. Ζήτω η απεργία, ακούγεται από τη μία, πυρ, από την άλλη. Οι απεργοί περικυκλώνονται από το στρατό, ωστόσο ανταποδίδουν τα πυρά. Σπάνε τον κλοιό και τραβούν για τα γραφεία του σωματείου τους. Τότε το ιππικό κάνει επέλαση. Μετά από σθεναρή αντίσταση υποχωρούν, μα δεν παραδίδονται. Αρχίζει το κυνηγητό και οι συλλήψεις. Η απεργία λύνεται την επόμενη μέρα, στις 26/1. Κανένας απεργός δεν απολύεται, από την άλλη ούτε και οι απεργοί καταφέρνουν να πετύχουν τις διεκδικήσεις τους. Ουσιαστικά δεν νικάει κανείς, ωστόσο είναι ένα βάφτισμα στους ταξικούς αγώνες. Υπό την πίεση της εταιρείας, το σωματείο φαινομενικά διαλύεται κάποια στιγμή αργότερα, αλλά ξανασυστήνεται μυστικά. Το 1913, όταν ξεσπάει εκ νέου απεργία, η εταιρεία καταφέρνει να την σπάσει χρησιμοποιώντας την προδοσία.
Καβάλα (καπνεργάτες 1914, εξελίχτηκε σε παγκαπνεργατική σε όλη τη Μακεδονία). Τον Μάρτη 1914 ξεσπά μεγάλη καπνεργατική απεργία στην Καβάλα. Σε λίγο εξαπλώνεται και στη Θες/νίκη και στην υπόλοιπη Μακεδονία. Κρατάει 8 ημέρες. Οι απεργοί χτυπιούνται με έφιππους χωροφύλακες στους δρόμους και έξω από τις καπναποθήκες. Μπροστά στη συνοχή και τη μαχητικότητα των εργατών, οι καπνέμποροι υποχωρούν και δέχονται όλα τα αιτήματα των απεργών. Η επιτυχία της παραπάνω απεργίας είχε ως αποτέλεσμα να ενωθούν τα δύο καπνεργατικά σωματεία που υπήρχαν τότε στη Θεσσαλονίκη και να δημιουργηθούν στέρεοι δεσμοί αλληλεγγύης ανάμεσα στους καπνεργάτες. Τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθήνας-Πειραιά καταγγέλλουν γραπτώς την καταστολή που δέχτηκαν οι απεργοί και, μεταξύ άλλων, αποφασίζουν με ψήφισμα να τους στείλουν χρηματική βοήθεια και….200 μανιφέστα Μαρξ και Έγκελς.
Σέριφος (μεταλλωρύχοι 1916): Ανήκει στη σειρά των απεργιών που τις χαρακτηρίζει το αυθόρμητο ξέσπασμα και όχι η συνειδητή ταξική αντίληψη. Ξέσπασε τον Αυγ. 1916 και θυμίζει τις απεργίες του Λαυρίου την περίοδο 1885-1906. Οι εργάτες των μεταλλείων Μεγάλου Λειβαδίου στη Σέριφο ίσαμε το 1916 ήταν εντελώς ανοργάνωτοι. Τον Ιούνιο 1916 αποφάσισαν να οργανωθούν και να ιδρύσουν επαγγελματικό σωματείο. Κάλεσαν επί τούτου τον εργάτη Κ. Σπέρα από την Αθήνα να τους βοηθήσει. Όταν ολοκληρώθηκε η προεργασία, η οργανωτική επιτροπή κάλεσε τους εργάτες σε γενική συνέλευση να εγκρίνουν το καταστατικό. Στις 24/7 η γενική συνέλευση των 460 μεταλλωρύχων εγκρίνει ομόφωνα το καταστατικό και τη δημιουργία ταμείου αλληλοβοήθειας. Στην ίδια συνέλευση αποφασίστηκε να ζητήσει η προσωρινή επιτροπή από την εταιρεία να δεχτεί κάποια αιτήματα. Η εταιρεία, αντί να απαντήσει στο έγγραφο υπόμνημα, σταμάτησε τις δουλειές προκειμένου να αναγκάσει τους εργάτες να υποκύψουν μπροστά στο φάσμα της πείνας. Τον Αύγουστο ξεσπάει απεργία. Για 15 μέρες καταργείται κάθε μορφή εξουσίας στο νησί, εκλέγονται επιτροπές από εργάτες και κατοίκους που έχουν ενωθεί με τους απεργούς. Ύστερα από λίγες μέρες στάλθηκε στρατός στη Σέριφο, καταφθάνει επίσης ο υπομοίραρχος Χρυσάνθου που απευθύνεται με βρισιές και απειλές στην επιτροπή των απεργών. Η προκλητική του στάση εξαγριώνει τους απεργούς, και σύντομα ξεσπά αιματηρή μάχη μεταξύ απεργών και χωροφυλακής. 34 απεργοί τραυματίζονται και 4 σκοτώνονται. Από τους αστυνομικούς σκοτώνονται 3 και τραυματίζονται 20. Οι «υπεύθυνοι» συλλαμβάνονται και δικάζονται, ωστόσο οι απεργοί έχουν κερδίσει το 8ωρο.
Προσπάθειες για τη συγκρότηση ενός κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 267-8)
Η ίδρυση της Πανελλήνιας Εργατικής Ομοσπονδίας τον Δεκ. 1911, με πρωτοβουλία του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, ήταν η πρώτη απόπειρα για τη συνένωση όλων των εργατικών οργανώσεων της χώρας σε μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε και η Πανελλήνια Εργατική Ομοσπονδία περιορίστηκε στα χαρτιά και στις σφραγίδες, και έσβησε σιγά σιγά κάτω από την αδιαφορία των εργατικών οργανώσεων. Από την ίδρυσή της κιόλας είχε μέσα της το σαράκι του μαρασμού. Αποκλείστηκαν από το ιδρυτικό της συνέδριο οι σοσιαλιστές, ενώ αντίθετα πήραν μέρος ακόμα και «προσωπικότητες» των εργοδοτών.
Άλλη μια τέτοια απόπειρα έγινε το 1914, αμέσως μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Την πρωτοβουλία την πήραν οι οργανωμένοι καπνεργάτες, οι οποίοι κάλεσαν στην Αθήνα μια συνδιάσκεψη με αυτό το σκοπό. Εκεί πάρθηκαν μεν αποφάσεις, αλλά δεν μπόρεσαν να εφαρμοστούν. Οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες για μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση.
Τρίτη απόπειρα έγινε το 1916, με πρωτοβουλία του Εργατικού Κέντρου Πειραιά. Ούτε αυτή πέτυχε.
Παράλληλα με τις προσπάθειες συνένωσης συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων εκδηλώθηκαν προσπάθειες για την ενοποίηση σοσιαλιστικών ομάδων.
Ίσαμε το 1916 η συνδικαλιστική οργάνωση του ελληνικού προλεταριάτου είχε προχωρήσει με πολύ αργό ρυθμό. Στο βαθμό που μπορούμε να εμπιστευτούμε τα στατιστικά στοιχεία της εποχής, τα εργατικά σωματεία σε όλη την Ελλάδα το 1917 δεν ήταν περισσότερα από 200. Το 1918 γίνονται 320, αντιπροσωπεύοντας κάπου 100,000 εργάτες. Ο αριθμός δεν είναι μικρός για μια χώρα κατά βάση αγροτικά, αλλά η εργατική τάξη δεν έπαιξε την περίοδο αυτή το ρόλο που έπρεπε στην πολιτική ζωή της χώρας. Η αιτία είναι πως μονάχα ένα μικρό ποσοστό από τους εργάτες είχε διαμορφώσει ταξική συνείδηση, ενώ η πλειοψηφία ακολουθούσε τα αστικά κόμματα.
(πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σελ. 289-293)
Με το ξέσπασμα του Α’ Π.Π. οι εργάτες, όπως και αγρότες και μικροαστοί, παρασύρθηκαν από την πολιτική ουδετερότητα των αντιβενιζελικών (η οποία δεν ήταν βέβαια πολιτική ενάντια στον πόλεμο, αλλά φιλογερμανική) και ψήφισαν τους αντιπάλους του Βενιζέλου, τους κωσταντινικούς. Μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό πέφτει στους ώμους των ελλήνων σοσιαλιστών που δείξανε παθητική στάση. Τα εργατικά σωματεία από την αρχή του πολέμου έως το 1917 αντανακλούν την κόντρα βενιζελικών-αντιβενιζελικών. Ωστόσο μια σειρά σημαντικών γεγονότων (χωρισμός κράτους σε βενιζελικό-φιλοανταντικό και κωνσταντινικό-φιλογερμανικό, η επιστράτευση, η εισβολή γερμανών-βουλγάρων στην Αν. Μακεδονία κτλ) είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην εργατική τάξη. Το έδαφος γίνεται πιο πρόσφορο για τη σοσιαλιστική ιδεολογία, προπαντός στα αστικά κέντρα. Βεβαίως σημαντικό ρόλο έπαιξε και η Οκτωβριανή Επανάσταση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα ο σοσιαλισμός σε όλες τις χώρες να σημειώσει άνοδο και να ασκήσει βαθιά επίδραση.
Ίδρυση ΓΣΕΕ (πηγή: Wikipedia)
Η ΓΣΕΕ ιδρύθηκε το 1918 μετά από συνέδριο που έγινε τον Οκτώβριο (21-28) του ίδιου έτους στην Αττική. Αναφέρεται ότι σε αυτό το πρώτο και καθοριστικό συνέδριο συμμετείχαν «214 σωματεία με 180 αντιπροσώπους που αντιπροσώπευαν 65.000 οργανωμένους εργάτες». Πρώτος γενικός γραμματέας της εξελέγη ο Ευάγγελος Μαχαίρας, που υποστήριζε το Βενιζελικό κόμμα, το οποίο είχε και την εξουσία στη διοίκηση. Πέρα από τους βενιζελικούς, άλλες κυρίαρχες τάσεις στο πρώτο συνέδριο ήταν οι σοσιαλιστές και οι αναρχοσυνδικαλιστές. Αμέσως μετά πραγματοποιήθηκε το πρώτο πανελλήνιο σοσιαλιστικό συνέδριο (Νοεμ. 1918) το οποίο έληξε με την ίδρυση του ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας), προδρόμου του ΚΚΕ.
(πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. 27)
Το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ, όπως και του ΣΕΚΕ, πραγματοποιήθηκαν κάτω από συνθήκες τρομοκρατίας και στρατιωτικού νόμου. Ο Βενιζέλος όχι μόνο τα επέτρεψε αλλά παρείχε και κάθε ευκολία, γιατί υπολόγιζε να τα χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς. Στα δύο αυτά ιδρυτικά συνέδρια δεν προηγήθηκε καμία σοβαρή συζήτηση πάνω σε αρχές και σκοπούς. Τα μόνα εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδηθούν ήταν προσωπικές διαφορές ανάμεσα σε παράγοντες. Στο συνέδριο της ΓΣΕΕ πήραν μέρος 200 περίπου αντιπρόσωποι, αντιπροσωπεύοντας 70-80,000 εργάτες. Δίχως σοβαρές αντιρρήσεις αναγνωρίζεται από το συνέδριο η αρχή της πάλης των τάξεων (δηλ. ότι οι εργάτες αποτελούν ξεχωριστή και αντίθετη από τους καπιταλιστές τάξη και ότι θα υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους με πάλη και όχι με συνεργασία με αυτούς). [Σημειώνεται ότι εκείνη την εποχή στα πρώτα άρθρα πολλών καταταστατικών συνδικάτων γραφόταν ότι η σημαία του συνδικάτου είναι η κόκκινη σημαία της παγκόσμιας εργατικής τάξης και επίσημη γιορτή η διεθνής κόκκινη Πρωτομαγιά.] Η μεγάλη πλειοψηφία στο συνέδριο κάνει επίσης δεκτή την αρχή ότι τα συνδικάτα πρέπει να μείνουν έξω από κάθε αστική επιρροή. Αυτό μάλλον είχε την έννοια ότι οι εργάτες πρέπει να δημιουργήσουν δικό τους πολιτικό κόμμα. Ενάντια σε αυτή την αρχή αντέδρασε πολύ έντοντα μια μικρή ομάδα αναρχοσυνδικαλιστών από τους Σπέρα, Κουχτσόγλου, Φανουράκη που υποστήριξε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να προφυλάξει τον εαυτό του όχι μόνο από την αστική επιρροή αλλά επίσης από την πολιτική επιρροή σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Η πρώτη εκτελεστική επιτροπή απαρτίζεται και από φιλελεύθερους, και αναπόφευκτα πολύ γρήγορα διασπάται.
Το δεύτερο συνέδριο της ΓΣΕΕ έγινε στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 1920. (Ήταν αυτό που καλέστηκε από μέλη του ΣΕΚΕ, ενώ οι βενιζελικοί είχαν καλέσει συνέδριο στον Πειραιά. Η μεγάλη πλειοψηφία των συνδικάτων πήγε στην Αθήνα, οπότε αυτό το συνέδριο αναγνωρίστηκε για συνέδριο της ΓΣ). Σε αυτό υπάρχουν πλέον δύο τάσεις: η μεγάλη πλειοψηφία (μέλη και οπαδοί του ΣΕΚΕ) και μια μικρή αναρχοσυνδικαλιστική ομάδα (Σπέρας κτλ). Αυτό το συνέδριο αναγνώρισε το ΣΕΚΕ σαν τον μοναδικό πολιτικό εκπρόσωπο της εργατικής τάξης και αποφάσισε την αμοιβαία αντιπροσώπευση στα κεντρικά και τοπικά όργανα (δηλ. στις συνεδριάσεις της ΚΕ του ΣΕΚΕ να συμμετέχει αντιπρόσωπος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΓΣΕΕ και τούμπαλιν, το ίδιο και στις επαρχίες, ανάμεσα στα Εργατικά Κέντρα και στις περιφερειακές κομματικές οργανώσεις). Εναντίον αυτής της απόφασης μίλησε με πείσμα και σφοδρότητα ο Σπέρας, ο οποίος υποστήριξε την αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος και με επιμονή στάθηκε στους κινδύνους που απειλούν την εργατική τάξη από αυτή την ουσιαστικά κηδεμονία της από το ΣΕΚΕ.
Στο δεύτερο συνέδριο του ΣΕΚΕ (Απρ. 1920) αποφασίζεται η προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή. Τότε προστίθεται στον τίτλο το κομμουνιστικό, πλάι στο σοσιαλιστικό-εργατικό (δηλ. ΣΕΚΕ(Κ)).
(πηγή: Wikipedia)
Στο τρίτο συνέδριό του, το Νοέμβρη του 1924, το ΣΕΚΕ(Κ) – ΣΕΚΕ(Κομουνιστικό) – μετονομάστηκε σε «ΚΚΕ (ΕΤΚΔ) (Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς)» και αποδέχτηκε πλήρως τους όρους και τις αποφάσεις της ΚΔ, αρχίζοντας μια διαδικασία προσαρμογής του χαρακτήρα του στα πρότυπά της, που ονομάστηκε «μπολσεβικοποίηση». Η νέα ηγετική ομάδα θα προβεί στη διαγραφή των μελών της ιδρυτικής γενιάς του ΣΕΚΕ (Αβραάμ Μπεναρόγια, Νίκος Δημητράτος, κ.ά.) χαρακτηρίζοντάς τους οπορτουνιστές. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1923, μια ομάδα μελών του ΣΕΚΕ που συντάχθηκε αργότερα με το διεθνές τροτσκιστικό ρεύμα αποχώρησε δημιουργώντας την ομάδα των Αρχειομαρξιστών. Ονομάστηκαν έτσι επειδή εξέδιδαν το περιοδικό “Αρχείον Μαρξισμού”.
Φεντερασιόν (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 236-258):
Η Θεσσαλονίκη είχε μακρά σοσιαλιστική παράδοση. Ακολουθεί μια σύντομη ανασκόπηση της ίδρυσης της Φεντερασιόν, η οποία από το 1913 έως το 1918 παίζει σπουδαίο ρόλο στο εργατικό κίνημα.
Η ίδρυση της Φεντερασιόν σχετίζεται με τη νεοτουρκική επανάσταση (1908) που οργανώθηκε και ξέσπασε στη Θες/νίκη. Οι πολιτικές ελευθερίες που προκύπτουν από το κίνημα των νεότουρκων αφενός ξυπνούν στις εθνικές μειονότητες το αίσθημα της ανεξαρτησίας, αφετέρου ξυπνάνε και το εργατικό στοιχείο. Εκείνο το διάστημα άρχισαν να γίνονται εργατικές διαδηλώσεις, με νταούλια και ζουρνάδες, καθώς και απεργίες στις οποίες οι εργάτες όλων των εθνικοτήτων διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες. Οι απεργίες αυτές ήταν αρχικά με μουσική και ζητωκραυγές υπέρ του νεοτουρκικού κομιτάτου, το οποίο συγκέντρωνε τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, και στο οποίο υπέβαλλαν τα αιτήματά τους οι απεργοί. Πότε με υποσχέσεις πότε με κάποια μικρή αύξηση το κομιτάτο εύκολα σταματούσε τις κινητοποιήσεις. Όταν όμως οι απεργοί άρχισαν να γίνονται πιο απαιτητικοί, τότε άρχισε να ενοχλείται από τις απεργίες και πρότεινε στους εργάτες να φτιάξουν «ταμεία αλληλοβοήθειας». Έτσι άρχισαν να ιδρύονται ταμεία, οι έλληνες είχαν το δικό τους, οι εβραίοι και οι τούρκοι το ίδιο. Αυτά τα ταμεία ήταν σαν συντεχνίες, χωρίς καμία επαφή μεταξύ τους. Σιγά σιγά όμως το εργατικό κίνημα αρχίζει να επηρεάζεται από τις σοσιαλιστικές ιδέες και εβραίοι εργάτες προτείνουν την ίδρυση μεικτών, διεθνών σωματείων καθώς και την ίδρυση μιας Πανεργατικής Λέσχης. Μόνο εβραίοι δείχνουν ενδιαφέρον, ιδίως οι έλληνες δεν δίνουν την παραμικρή σημασία.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Α. Μπεναρόγια, η κατάσταση άλλαξε όταν ήρθαν στην πόλη κάποιοι Βούλγαροι σοσιαλιστές, οι οποίοι προπαγάνδισαν την ιδέα σύνδεσης όλων των εργατικών δυνάμεων της Θες/νίκης σε μία σοσιαλιστική οργάνωση. Η ιδέα αυτή καρποφόρησε γρήγορα χάρη στην κινητοποίηση εβραίων ως επί το πλείστον. Έμβλημα της λέσχης ήταν ένα χέρι εργάτη που κρατούσε σφυρί. Η λέσχη ανέπτυξε πλούσια δράση και έτσι κατάφερε να αποσπάσει τα ισραηλιτικά εργατικά ταμεία αλληλοβοήθειας από την αστική «Λέσχη των Φίλων». Μιλούσε για την πάλη των τάξεων, το σοσιαλισμό και τη διεθνή οργάνωση των προλεταρίων. Γιόρτασε την Πρωτομαγιά του 1909 δημόσια, κάτι που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στη Θες/νίκη.
Το 1909, με προκήρυξη σε τέσσερις γλώσσες (τουρκικά, ελληνικά, βουλγαρικά και ισπανοεβραϊκά) η Ισραηλιτική Εργατική Λέσχη αναγγέλλει ότι μετατρέπεται σε ισραηλιτικό τμήμα της υπό ίδρυση Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, και καλεί τους υπόλοιπους σοσιαλιστές να ιδρύσουν τα αντίστοιχα τμήματα ελλήνων, τούρκων, βουλγάρων κτλ. Έτσι ιδρύεται η Σοσιαλιστική Ομοσπονδία ή αλλιώς Fédération Socialiste η οποία συνενώνει τις σοσιαλιστικές δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την ίδρυσή της αμέσως προσελκύει τα περισσότερα από τα ταμεία αλληλοβοήθειας τα οποία αναδιοργανώνονται σε επαγγελματικά σωματεία. Διαφορετικές απόψεις για το αν θα έπρεπε αντ’ αυτής να φτιαχτεί ένα ενιαίο σοσιαλιστικό κόμμα (κυρίως από βούλγαρους σοσιαλιστές) απείλησαν την ύπαρξη της Φεντερασιόν. Επίσης ποτέ δεν φτιάχτηκε ελληνικό ή τουρκικό τμήμα. Οι έλληνες εργάτες δεν θέλησαν να δυσαρεστήσουν του ομοεθνείς τους αποχωρώντας από τον Πολιτικό Σύνδεσμο. Μεταξύ άλλων, η Φεντερασίον εξέδωσε την πρώτη σοσιαλιστική εφημερίδα Θες/νίκης «Εφημερίς των Εργατών», αρχικά σε 4 γλώσσες και κατόπιν σε δύο. Επίσης πέτυχε την ένωση κάποιων εθνικών σωματείων σε επαγγελματικά σωματεία.
Υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες για το αν η Φεντερασιόν όντως συνδέθηκε με τη Διεθνή ή όχι. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φεντερασιόν δέχτηκε σφοδρή κριτική, όπως και ο Μπεναρόγιας, από διάφορους σοσιαλιστές για την τακτική της (π.χ. τμηματοποίηση και οργάνωση με βάση την εθνότητα).
Όταν κηρύχτηκε ο βαλκανικός πόλεμος η Φεντερασιόν δημοσίευσε στην Εργατική Αλληλεγγύη μια προκήρυξη που υπέγραφαν όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα της βαλκανικής ενάντια στον πόλεμο. Με αφορμή αυτό οι νεότουρκοι σταμάτησαν την κυκλοφορία της, ωστόσο σύντομα εξέδωσε το Αβάντι (από το 1915 καθημερινό σοσιαλιστικό φύλλο στην εβραϊκή γλώσσα).
Με τους βαλκανικούς πολέμους 1912-13 χαλάρωσαν οι σοσιαλιστικές ζυμώσεις της Παλιάς Ελλάδας. Οι περισσότεροι σοσιαλιστές επιστρατεύθηκαν και τα Σοσιαλιστικά Κέντρα ερήμωσαν. Επίσης στην Παλιά Ελλάδα ένα κύμα εθνικισμού παρέσυρε τα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη. Στη Θες/νίκη, όμως, όπου ο πληθυσμός ήταν ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, η σοσιαλιστική προπαγάνδα δεν έπαψε. Η Φεντερασιόν συνέχισε τη δουλειά της, κάτι που της προσέδωσε κύρος.
(πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. 42-52)
Όταν η Θες/νίκη εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος η Φεντερασιόν πήρε αμέσως πρωτοβουλία για τη συνένωση όλων των σοσιαλιστικών ομάδων της χώρας και τη δημιουργία ενός ενιαίου σοσιαλιστικού κόμματος. Στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος οι αντιπρόσωποί της στάθηκαν στο κέντρο, ανάμεσα στις αριστερές και δεξιές τάσεις. Η πλειοψηφία των μελών της ήταν τότε εβραίοι εργάτες και διανοούμενοι, επηρεασμένοι από τις ρεφορμιστικές ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας και από τις δημοκρατικές παραδόσεις του παλιού εργατικού κινήματος.
Με την δημιουργία του ΣΕΚΕ, η Φεντερασιόν παύει τυπικά να υπάρχει σαν αυτοτελής οργάνωση της εργατικής τάξης. Θα αποτελέσει από εδώ και πέρα το τμήμα Θεσσαλονίκης του ΣΕΚΕ. Έκτοτε άρχισαν να προσχωρούν και αρκετοί έλληνες εργάτες, κυρίως τσιγαράδες και καπνεργάτες. Συνεργάζεται στενά με το Εργατικό Κέντρο Θες/νίκης και εκεί διατηρεί τα γραφεία της.
Θες/νίκη ’20-’21
Τα τέλη του ’20 και αρχές ’21 είχαν συγκεντρωθεί πολλοί κομμουνιστές από άλλες πόλεις στη Θες/νίκη. «Ήταν η καρδιά του κινήματος και μας τραβούσε σαν μαγνήτης», γράφει ο Στίνας. Το κτίριο του Εργατικού Κέντρου κάθε βράδυ πλημμύριζε από εργάτες και παντού ακούγονταν συζητήσεις με πάθος και συντροφικότητα για το κίνημα. Το Αναγνωστήριο ήταν γεμάτο με εργάτες/τριες που μελετούσαν. Σε έναν πίνακα γράφονταν οι νίκες του Κόκκινου Στρατού. Σε όλες τις εβραϊκές συνοικίες υπήρχαν όμιλοι και κάθε βράδυ γίνονται διαλέξεις.
Η ταξική συνείδηση των εργατών της Θες/νίκης ήταν μεγάλη: οι περισσότεροι εργάτες της πόλης ήταν οργανωμένοι σε συνδικάτα. Οι τσιγαράδες και καπνεργάτες ήταν όλοι ενεργά μέλη του συνδικάτου και ακόμα δεν υπήρχε ανάμεσά τους οπαδός αστικού κόμματος, ήταν κομμουνιστές, σοσιαλιστές και αναρχικοί (κυρίως οι τσιγαράδες), αλλά προ παντός εργάτες με υψηλή ταξική συνείδηση και αλληλεγγύη. Υπήρχε τότε μια μεγάλη ανοχή για τις διάφορες τάσεις μέσα στο εργατικό κίνημα και αλληλεγγύη μεταξύ τους, παρά τις διαφωνίες τους, ενάντια στους αστούς/μικροαστούς. Οι εργάτες είχαν εμπιστοσύνη στη διοίκηση του συνδικάτου και πειθαρχούσαν, διότι οι ίδιοι ελεύθερα την είχαν εκλέξει. Για τα σοβαρά ζητήματα αποφάσιζε ούτως ή άλλως η συνέλευση. Το εργατικό κέντρο δεχόταν καθημερινά επιθέσεις από βασιλικούς μπράβους, που περνούσαν με αμάξια, έβριζαν και πυροβολούσαν, αλλά τρέπονταν σε φυγή όταν κατέβαιναν οι εργάτες.
Για να αντιληφθούμε το κλίμα της εποχής, όταν η αγγλική κυβέρνηση υποσχέθηκε στους εβραίους στον Α’ Π.Π. ότι αυτή θα τους αποκαταστήσει στη γη των πατέρων τους, η Συναγωγή της Θες/νίκης κάλεσε τους εβραίους της πόλης να γιορτάσουν. Το απόγευμα όμως μάζες εβραίων εργατών και διανοούμενων κατέκλυσαν τους δρόμους με κόκκινες σημαίες φωνάζοντας: «Όχι στο κράτος του Ισραήλ, αλλά στην παγκόσμια σοσιαλιστική κοινωνία», «Ζήτω η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση», «Κάτω ο σιωνισμός». Ένα άλλο περιστατικό: Σε μια προσπάθεια πογκρόμ εναντίον εβραίων, οι σάλπιγγες του Εργατικού σήμαναν συναγερμό και χιλιάδες εργάτες μαζεύτηκαν ευθύς, οπλισμένοι με ό,τι βρήκαν μπροστά τους, και με πανώ «Κάτω τα χέρια από τους εβαίους» κινήθηκαν απειλητικά προς τους πογκρομιστές. Όχι μόνο στη Θες/νίκη αλλά και σε πολλές άλλες χώρες η αναλογία των εβραίων στα σοσιαλιστικά/κομμουνιστικά κόμματα ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αναλογία τους στον γενικό πληθυσμό. Σημειώνεται ότι οι μεγαλύτεροι θεωρητικοί του μαρξισμού, Μαρξ, Λούξεμπουργκ, Τρότσκυ κ.ά. ήταν εβραίοι.
Σημαντικές απεργίες τη δεκαετία του ’20 (πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. 36-40)
Το γεγονός ότι ο Βενιζέλος ναι μεν έχασε τις εκλογές του Νοεμβ. 1920 αλλά τον πόλεμο στη Μικρασία τον συνέχισαν οι μοναρχικοί, έχει ως αποτέλεσμα να αρχίσουν να σβήνουν οι αυταπάτες και ο φανατισμός της διάκρισης σε βενιζελικούς και βασιλικούς, διάκριση που τόσο μπέρδευε και δρούσε ανασταλτικά στους ταξικούς αγώνες. Οι μάζες αρχίζουν να συγκεντρώνονται κάτω από τις ταξικές τους σημαίες. Το 1921 είναι πλούσιο σε αγώνες με σαφή ταξικό χαρακτήρα. Σημειώνεται η απεργία των ναυτεργατών: μόλις οι ναυτεργάτες από τα πλοία που έμπαιναν στο λιμάνι του Πειραιά έβλεπαν την ειδική σημαία στα γραφεία της Ναυτεργατικής Ομοσπονδίας ότι είχε κηρυχθεί απεργία έπεφταν στη θάλασσα εγκαταλείποντας το πλοίο πριν ρίξει άγκυρα. Σ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας έμεναν στο λιμάνι έτοιμοι να δράσουν αν οι πλοιοκτήτες έφερναν απεργοσπάστες. Στις 15/2 έγινε γενική απεργία με μαχητικές διαδηλώσεις και άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία στο Βόλο, οι οποίες κράτησαν δύο μέρες. Πολλά εργοστάσια και καταστήματα καταστράφηκαν από τους διαδηλωτές. Τον ίδιο μήνα οι σιδηροδρομικοί όλης της χώρας κατέβηκαν σε απεργία. Η κυβέρνηση απάντησε με μαζικές συλλήψεις, επιστράτευση και αποστολή στο μέτωπο. Ωστόσο τα μέτρα αυτά είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα και η απεργία έληξε με σχετική επιτυχία. Την ημέρα εορτασμού της πρωτομαγιάς στη Θες/νίκη, παρά την απαγόρευση της αστυνομίας, μια αποστολή για το μέτωπο στασίασε και ενώθηκε με τους εργάτες. Συνελήφθησαν και δικάστηκαν σε στρατοδικείο. Τον Μάιο έγινε απεργία των εργατών του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου Αθήνας-Πειραιά. Η κυβέρνηση συλλαμβάνει και στέλενει σε στρατοδικείο πολλούς απεργούς, 11 από αυτούς καταδικάζονται σε 8 χρ. φυλακή και στέλνονται στην Ακροναυπλία. Τον Δεκέμβρη, στην Κέρκυρα, ένα συλλαλητήριο ελαιοπαραγωγών μετρέπεται σε μαχητική αντιπολεμική διαδήλωση. Στρατιώτες ενώνονται με τους εξαγριωμένους αγρότες.
Οι πιο μαχητικοί και πιο καλά οργανωμένοι εργάτες εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα και στον Πειραιά ήταν οι ναυτεργάτες, οι μηχανουργοί, οι τσιγαράδες, οι τραμβαγέρηδες, οι τυπογράφοι και οι εργάτες ηλεκτρισμού. Οι τελευταίοι είχαν με μια σειρά επιτυχών απεργιών πετύχει πολύ σημαντικές κατακτήσεις: ψηλά ημερομίσθια, υποφερτές συνθήκες εργασίας, ταμείο αλληλοβοήθειας (για τους ασθενείς) που το χρηματοδοτούσε η εταιρεία, επίσης ο πρόεδρος του συνδικάτου πληρωνόταν από την εταιρεία κανονικά όσο διάστημα απήχε από την εργασία για να εκτελέσει αυτό το καθήκον. Οι απεργίες τους, πάντα απροειδοποίητες, ήταν από τα πιο μεγαλειώδη και συγκλονιστικά γεγονότα της εποχής. Η Αθήνα και ο Πειραιάς βυθίζονταν στο σκοτάδι, τα τραμ και ο ηλεκτρικός σταματούσαν στις γραμμές. Στο εργοστάσιο μπέρδευαν τα καλώδια και τοποθετούσαν πινακίδες με την προειδοποίηση «Προσοχή κίνδυνος θάνατος» ώστε να μην τολμάει απεργοσπάστης να πλησιάσει. Επίσης παρέμεναν στο εργοστάσιο ή στα γραφεία του συνδικάτου έτοιμοι να επέμβουν.
Το 1915, ενώ συνεδρίαζε η Βουλή νύχτα, το συνδικάτο ζητά επίμονα να δει τον Βενιζέλο. Φανερά εκνευρισμένος, αυτός τους λέει ότι απορρίπτονται τα αιτήματα, χωρίς να ξεκινήσει καν η συζήτηση. Αμέσως σβήνουν τα φώτα της Βουλής και όλης της πόλης, οπότε ο πρόεδρος του συνδικάτου βγάζει ένα σπερματσέτο, το ανάβει και λέει: Καθίστε κύριε πρόεδρε να συνεχίσουμε τη συζήτηση. Μόνο όταν τα αιτήματα έγινε δεκτά άναψαν και πάλι τα φώτα.
Κατάρρευση μετώπου στη Μ. Ασία (πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. 61-63)
Όταν το μικρασιατικό μέτωπο καταρρέει, επικρατεί οργή και αγανάκτηση παντού. Οι δρόμοι γεμίζουμε με ένοπλους στρατιώτες που δεν πειθαρχούν σε κανέναν, χιλιάδες πρόσφυγες κατακλύζουν τα λιμάνια, τους δρόμους, τις πλατείες. Οι αρχές παραλύουν. Κόκκινες σημαίες εμφανίζονται στους δρόμους. Η κυβέρνηση προσπαθεί να αφοπλίσει τους στρατιώτες, δίνοντάς του απολυτήριο μόνο αφού παραδώσουν το όπλο τους. Από παντού γίνονται εκκλήσεις για πειθαρχία και ενική ενότητα. Για να εξευμενιστεί το πλήθος εκτελούνται 5 υπουργοί και ο αρχιστράτηγος. Το ΚΚΕ γράφει για την υποστολή της σημαίας της πάλης των τάξεων μπροστά στην εθνική συμφορά. Οι μάζες όμως, οδηγούνται από το ταξικό τους ένστικτο και ξεσπάει ένα κύμα απεργιών σε όλη τη χώρα. Οι μερικές απεργίες καταλήγουν στη γενική απεργία του Αυγούστου 1923. Χιλιάδες εργάτες είναι στους δρόμους σε όλα τα βιομηχανικά κέντρα της χώρας. Από τις βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία είναι 11 οι νεκροί και εκατοντάδες οι τραυματίες. Ένα μέρος του στρατού συναδελφώνεται με τους απεργούς, οπότε η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τσερκέζους εναντίον των απεργών. Η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκη, τα εργατικά συνδικάτα τίθενται εκτός νόμου, η στρατιωτική κυβέρνηση επιβάλλει την τάξη.
Τέλη δεκαετίας ’20 (πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. σ.129-132)
Στο διάστημα 1927-28 ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα ήταν η πανελλαδική απεργία των καπνεργατών που κατέληξε σε αιματηρές συγκρούσεις σε όλα τα καπνοβιομηχανικά κέντρα της χώρας. Παντού η αστυνομία χρησιμοποιήσε όπλα κατά των απεργών και σε όλες τις πόλεις υπήρξαν θύματα και κατά μάζες συλλήψεις. Επίσης υπήρξαν μαζικές κινητοποιήσεις δημοσίων υπαλλήλων. Όσον αφορά τη Θες/νίκη, παραμένει η πόλη με το πιο συνειδητοποιημένο και οργανωμένο προλεταριάτο. Οι δέκα χιλιάδες περίπου καπνεργάτες/τριες ήταν όλοι οργανωμένοι. Γερά οργανωμένοι ήταν επίσης οι τροχιοδρομικοί, οι κεραμοποιοί, οι αρτεργάτες, οι μυλεργάτες, οι σιδηροδρομικοί, τα γκαρσόνια. Οι καπνεργάτες και οι τροχιοδρομικοί κατέβαιναν συχνά σε απεργίες, οι οποίες σχεδόν πάντα κατέληγαν σε νίκη χάρη στην οργάνωσή τους (ισχυρές ομάδες περιφρούρησης έξω από τα εργοστάσια κτλ). Οι τροχιοδρομικοί αντιμετώπιζαν τους απεργοσπάστες με καψούλια με δυναμίτη στις ράγες (για να τρομοκρατούνται οι επιβάτες), δύσοσμες αμπούλες μέσα στα τραμ (ώστε να αναγκαστούν να κατέβουν από τη βρόμα) ή ξαπλώνοντας με τις οικογένειές τους στις ράγες.
Δεκαετία του ’30 (πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. σ.188-193)
Μια αιφνίδια, εκρηκτική άνοδος του κινήματος σημειώνεται το ΄35-΄36. Πριν ακόμα κλείσουν οι πόρτες των στρατοδικείων, κατόπιν του αποτυχημένου κινήματος των Βενιζελικών στρατιωτικών του ΄35, οι εργαζόμενες μάζες βγαίνουν στο προσκήνιο με δυναμικές απεργίες σε όλη τη χώρα, που συχνά καταλήγουν σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Στο Ηράκλειο υπήρξαν νεκροί και ακολούθησε γενική απεργία διαμαρτυρίας για τη σφαγή των εργατών. Τον ίδιο μήνα (Αυγ. ’35) εξεγέρθηκαν οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοποννήσου και κατέβηκαν ένοπλοι σε συλλαλητήρια στις πόλεις. Τον Οκτ. του ’35 κηρύσσεται δικτατορία και επαναφέρεται με ένα δημοψήφισμα παρωδία (97,8% υπέρ της βασιλείας) ο Γεώργιος. Λίγο μετά η ταξική πάλη κάνει μια απότομη άνοδο και φτάνει στο αποκορύφωμά της στις 9 Μαΐου 1936 με ένα κύμα απεργιών σε όλη τη χώρα. Και στις πόλεις και στην ύπαιθρο όλοι είναι στο πόδι.
Θες/νίκη ’36
Στις 9 Μαΐου 1936 στη Θες/νίκη οι από μέρες απεργίες και μικροδιαδηλώσεις καταλήγουν σε μια τρομερά άγρια σύγκρουση με τη χωροφυλακή. Δώδεκα εργάτες νεκροί και 300 τραυματίες. Ωστόσο αυτή η σφαγή είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, οι καμπάνες των εκκλησιών σε όλες τις εργατικές συνοικίες χτυπούν καλώντας το λαό να βγει στους δρόμους. Αποσπάσματα στρατιωτών συναδελφώνονται με τις εξεγερμένες μάζες, τα τμήματα χωροφυλακής πολιορκούνται. Οι εργάτες είναι ουσιαστικά κύριοι της πόλης. Η κεντρική απεργιακή επιτροπή είναι η μόνη πραγματική εξουσία στην επαναστατημένη πόλη. Τα πάντα έχουν σταματήσει, όλος ο κόσμος είναι στους δρόμους. Την κηδεία των θυμάτων παρακολουθεί όχι μόνο ο λαός της Θες/νίκης αλλά και αγρότες από τα γύρω χωριά. Η εν ψυχρώ σφαγή της Θες/νίκης ξεσηκώνει κύμα αγανάκτησης σε όλη τη χώρα, σκόρπια τμήματα της εργατικής τάξης κατεβαίνουν αυθόρμητα σε απεργία.
Η διοίκηση της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας δεν καλεί τους εργάτες στο δρόμο, και με το πρόσχημα ότι βρίσκεται σε συνεννόηση με τη ΓΣΕΕ για την από κοινού κήρυξη απεργίας συγκρατεί τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι δύο διοικήσεις βγάζουν έναν ηττοπαθές ανακοινωθέν και καλούν σε απεργία στις 13/5, αφότου έχει παραλύσει το μαχητικό πνεύμα των μαζών. Στη Θες/νίκη οι εργάτες παραμένουν στους δρόμους, οι απειλές του στρατηγού Ζέππου πέφτουν στο κενό. Τότε, διαπιστώνοντας ότι και οι εργατοπατέρες αποσκοπούσαν και αυτοί σε ειρηνική εκτόνωση της κατάστασης, αλλάζει τακτική. Τους καλεί και τους διαβεβαιώνει ότι θα ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα των απεργών, θα τιμωρηθούν οι χωροφύλακες-δολοφόνοι, θα αποζημιωθούν οι οικογένειες των νεκρών και οι τραυματίες, θα αποφυλακιστούν οι κρατούμενοι κτλ. Οι εργάτες φυσικά δεν τον πίστεψαν, ωστόσο τότε εμφανίστηκε δίπλα στον στρατηγό ο βουλευτής του ΚΚΕ Σινάκος και κάλεσε και αυτός τους εργάτες να διαλυθούν ησύχως, ακολούθησαν οι εκπρόσωποι της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και του Εργατικού Κέντρου. Το πλήθος πειθάρχησε στους «αρχηγούς». Την ίδια νύχτα όλοι οι δρόμοι γέμισαν χωροφύλακες με πολυβόλα. Ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις. Τα κρατητήρια γέμισαν από εργάτες. Φυσικά καμία από τις υποσχέσεις του Ζέππου δεν τηρήθηκε.
Από εδώ και πέρα το κίνημα πήρε απογοητευμένο τον κατήφορο. Έτσι προετοιμάστηκε και το κοινωνικό έδαφος για τη δικατορία της 4ης Αυγ. Στις 3 Αυγ. η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία και η ΓΣΕΕ καλούν τους εργάτες σε γενική απεργία για τις 5 Αυγούστου εναντίον της απειλούμενης διάλυσης των εργατικών συνδικάτων. Στις 4 Αυγ. ο Ριζοσπάστης καταγγέλλει ότι εντός της ημέρας ο Μεταξάς θα κυρήξει δικτατορία. Η δικτατορία επιβλήθηκε χωρίς καμία αντίδραση. Παρά την εντολή των δύο συνομοσπονδιών για γενική απεργία, κανείς εργάτης δεν απεργεί.