Λ.Σ Άνω πόλης – Κάλεσμα σε συνέλευση, για την επανοικειοποίηση του χώρου της καζάρμας.

Άλλο ένα λουκέτο μπήκε σε δημόσιο χώρο στη γειτονιά μας, αυτή τη φορά στο μπασκετάκι της Καζάρμα (Μπουκαούρη & Παντοκράτορος).

Λίγες μόνο μέρες αφότου οργανώσαμε συλλογικά τουρνούα μπάσκετ στις 25 Ιούνη μαζί με την Αυτόνομη Ποδοσφαιρική Ομάδα στο συγκεκριμένο γηπεδάκι της γειτονιάς μας και επανατοποθετήσαμε στεφάνι στη μία μπασκέτα, για να μπορούν να παίζουν και πάλι τα παιδιά της γειτονιάς, οι μπασκέτες αφαιρέθηκαν εντελώς και η είσοδος κλειδώθηκε.

Απ’ ό,τι φαίνεται, την πρωτοβουλία και γι’ αυτό το λουκέτο την πήρε η αρχαιολογία, όπως είχε συμβεί και με τη βεράντα του κάστρου δύο χρόνια πριν. Εκεί σφραγίστηκε η μοναδική παιδική χαρά της περιοχής. Όταν η λαϊκή συνέλευση Άνω Πόλης μαζί με άλλες συλλογικότητες και γείτονες άνοιξαν και καθάρισαν τον παρατημένο χώρο, ώστε να μπορεί και πάλι να τον αξιοποιήσει η γειτονιά, η αρχαιολογία κάλεσε την αστυνομία για να μας απομακρύνει και κλείδωσε και πάλι το χώρο. Από τότε ο χώρος ερημώνει. Η μόνη εργασία που έχει γίνει είναι ότι τοποθέτησαν ψηλά κάγκελα, διότι για κάτι τέτοια πάντα βρίσκει το κράτος χρήματα να διαθέσει, ενώ για μισθούς, συντάξεις ή επιδόματα οι τσέπες είναι πάντα αδειανές.

Η θέση της λαϊκής συνέλευσης είναι ότι οι δημόσιοι χώροι πρέπει να είναι ανοιχτοί και προσβάσιμοι από όλους. Πρέπει να τους προστατεύουμε από το ιδιωτικό κεφάλαιο που καταπίνει πλατείες, πεζόδρομους και την παραθαλάσσια ζώνη γεμίζοντας τον τόπο τραπεζοκαθίσματα. Ούτε μπορούμε ούτε θέλουμε να πληρώνουμε «αντίτιμο» σε καφετέριες και παιδότοπους για να δούμε τους φίλους μας ή να παίξουν τα παιδιά μας. Οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι εμπόρευμα! Ας διαφυλάξουμε την έννοια της κοινότητας, της ζωντανής γειτονιάς, αρνούμενοι να ζούμε απομονωμένοι και φοβικοί, αδιαφορώντας για το τι βιώνει ο διπλανός μας.

Δεν μπορεί και δεν πρέπει να περνάει αδιάφορο το γεγονός ότι μπήκε ξαφνικά, με το έτσι θέλω, λουκέτο σε έναν χώρο που ήταν για δεκαετίες ανοιχτός. Εντέλει, ποιοι καθορίζουν τις ζωές μας; Η μόνη ελπίδα να δούμε κάτι καλύτερο στα μεγάλα θέματα που μας απασχολούν είναι να αντιστεκόμαστε στα μικρά καθημερινά πράγματα, κάθε φορά που βιώνουμε την κρατική αυθαιρεσία και αναλγησία. Χρειάζεται επιφυλακή και ενεργοποίηση από όλους μας! Τίποτα δεν χαρίζεται, όλα κερδίζονται με αγώνα!

Καλούμε τη γειτονιά σε συζήτηση για το θέμα τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου στις 20:00 στην πλ. Παντοκράτορα, να ανταλλάξουμε απόψεις και να σκεφτούμε πιθανές δράσεις.

Λαϊκή Συνέλευση Άνω Πόλης (lsanopolis.wordpress.com) Κάθε Δευτέρα στις 20:00, Παντοκράτορος & Καρπενησίου

Λίγα λόγια για τις αυτοοργανωμένες μουσικές βραδιές στο Επί τα Πρόσω και πέριξ…

11

Από την πρώτη στιγμή που λειτούργησε ο αυτοδιαχειριζόμενος χώρος ‘’Επί τα Πρόσω’’ στην Πάτρα, μέχρι σήμερα, τρισήμιση χρόνια αργότερα, βασικός άξονας λειτουργίας του ήταν το πρόταγμα αλλά και η εφαρμογή της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης της πραγματικότητάς μας στο εδώ και στο τώρα.

   Μην έχοντας αυταπάτες περί εξωραϊσμού και μεταρρύθμισης της υπάρχουσας ασφυκτικής πραγματικότητας, δεν τρέφαμε ποτέ τη φιλοδοξία να δημιουργήσουμε νησίδες ελευθερίας μέσα στην βαρβαρότητα του σήμερα.

   Όπως χαρακτηριστικά γράφαμε στο αυτοπαρουσιαστικό μας κείμενο : ‘’ Στρεφόμαστε ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο και τους μηχανισμούς τους, αναγνωρίζοντας πως αυτοί είναι οι βασικοί υπεύθυνοι για τη διαιώνιση των καταπιεστικών κι εκμεταλλευτικών σχέσεων που γεννούν τη φτώχεια και την εξαθλίωση, τις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες και τη λεηλασία του φυσικού κόσμου.

Με λίγα λόγια, στην βαρβαρότητα του σήμερα δεν φιλοδοξούμε να δημιουργήσουμε οάσεις ελευθερίας αλλά δημιουργούμε ένα χώρο ανοιχτό για οποιαδήποτε και οποιονδήποτε επιθυμεί να ορθώσει αντιστάσεις, να παράξει αρνήσεις και να αναζητήσει καταφάσεις στην επίπονη αλλά όμορφη διαδικασία της κοινωνικής χειραφέτησης και της δημιουργίας ενός νέου κόσμου ισότητας, αλληλεγγύης κι ελευθερίας’’…

   Ως ένας ζωντανός λοιπόν αυτοδιαχειριζόμενος χώρος το ‘’Επί τα Πρόσω’’ είναι εδώ, για να καλύπτει τις επιθυμίες και τις ανάγκες τόσο των συμμετεχόντων σ’ αυτό, όσο κι ευρύτερων υποκειμένων, στο βαθμό που αυτά συμφωνούν με τις αρχές λειτουργίας του.

   Μέσα στο πλαίσιο αυτό και σε άτακτα χρονικά διαστήματα, έχει προκύψει με πολύ φυσικό τρόπο όλα αυτά τα χρόνια η διοργάνωση μουσικών βραδιών στο στέκι. Η επιθυμία μας για κοινωνική επαφή, για αυτοέκφραση και για ψυχαγωγία με τους δικούς μας όρους, έχουν ανά περιόδους βρει στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο ‘’Επί τα Πρόσω’’ μια στέγη.

   Από τη φετινή χρονιά, φιλοδοξούμε οι αυτοοργανωμένες μουσικές βραδιές στο ”Επί τα Πρόσω” και πέριξ να διοργανώνονται σε τακτά-μηνιαία χρονικά διαστήματα και με τον τρόπο αυτό επιλέγουμε να δώσουμε διέξοδο στην επιθυμία για αυτοέκφραση και ψυχαγωγία τόσο για εμάς, όσο και γι’ άλλο κόσμο, που πιθανώς ενδιαφέρεται.

   Εξ’ άλλου, στους καιρούς της αποθέωσης του χρήματος και της επιδίωξης του κέρδους, επιλέγουμε να βρισκόμαστε μαζί, συντρόφισσες και σύντροφοι, φίλοι και φίλες αλλά κι όσες ή όσοι στο μέλλον γνωριστούμε, προκειμένου να κοινωνικοποιήσουμε την επιθυμία και την ανάγκη μας για αδιαμεσολάβητη, ουσιαστική επικοινωνία και ζύμωση μακριά από τις εφήμερες συνευρέσεις, τις βαλτωμένες στα στάσιμα νερά των αδιεξόδων που γεννά η επιβεβλημένη καθημερινότητα του ατομικού ανταγωνισμού, της αποξένωσης και της απάθειας…

   Στις αυτοοργανωμένες μουσικές βραδιές στο ‘’Επί τα Πρόσω’’ απολαμβάνουμε τις μουσικές που μας αρέσουν μακριά κι εχθρικά ως προς τις κυρίαρχες κι επιβαλλόμενες σχέσεις πελάτη-σερβιτόρας, αφεντικού-σερβιτόρου, επιλέγοντας την ελεύθερη συνεισφορά σε ό, τι καταναλώσουμε για την εξασφάλιση της συνέχισης του εγχειρήματος. 

   Τέλος, προωθούμε τη λογική και πρακτική της αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας, της αυτοοργανωμένης έκφρασης, της ισότιμης συμμετοχής και της οριζοντιότητας στις μεταξύ μας σχέσεις, επιθυμώντας να δομήσουμε σχέσεις ειλικρίνειας αλλά και να γνωριστούμε με όσες κι όσους δεν έχουμε ακόμα γνωριστεί.

   Κι όλα αυτά με όρους αυτοοργανωμένους, αντιιεραρχικούς κι ενάντια στη λογική του κέρδους…

αυτοδιαχειριζόμενος χώρος Επί τα Πρόσω

Σεπτέμβρης 2016

Αφίσα της λαϊκής συνέλευσης Άνω Πόλης με αφορμή την επέτειο δολοφονίας του Παύλου Φύσσα

fissa

Η αφίσα κολλήθηκε στην γειτονιά της Άνω Πόλης (απο την λαική συνέλευση Άνω Πόλης) με αφορμή την επέτειο της δολοφονίας απο τον φασίστα Ρουπακιά, του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα.

Παραδοσιακές μουσικές των λαών της Μεσογείου

14355058_614608738745616_7595972196923458676_n

 

ΠΕΜΠΤΗ ΒΡΑΔΥ ΜΕ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ
ΣΤΙΣ ΣΚΑΛΕΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΕΩΣ

Η καρδιά της Μεσογείου είναι τα πέλαγα και τα λιμάνια της. Είναι η κοινή συνύπαρξη διαφορετικών λαών, η αλληλεπίδραση και οι πολιτισμικές ανταλλαγές μεταξύ τους.

Η μουσική, ως πολιτιστικό και πολιτισμικό προϊόν, αποτελεί την κατ’ εξοχήν ευκαιρία οικοδόμησης ενός πανανθρώπινου διαύλου επικοινωνίας πέρα και πάνω από γλωσσικά – κρατικά σύνορα και εμπόδια. Δίνει στους λαούς τη δυνατότητα επαφής μεταξύ τους και αλληλεπίδρασης απαλλαγμένης από φορτία εθνοκεντρικά ή ρατσιστικά, μιας αλληλεπίδρασης ικανής να προωθήσει ένα κλίμα ειρηνικής συνύπαρξης.

Η μουσική εξάλλου, πάντα ένωνε τους λαούς και για τους λαούς της Μεσογείου αυτό ισχύει περισσότερο, μιας και η θάλασσα είναι κοινός δρόμος επικοινωνίας και ανταλλαγής προϊόντων, τόσο υλικών όσο και πνευματικών.

Παράλληλα, η λεκάνη της Μεσογείου αποτελεί ένα διαχρονικό τόπο διαρκών μεταναστεύσεων και ανάμειξης λαών. Ένα πραγματικό χωνευτήρι πολιτισμών, σε έναν γεωγραφικό χώρο ενοποιημένο για πολλούς αιώνες, στον οποίο πλήθος διαφορετικών λαοτήτων, μέσα από τις αλληλεπιδράσεις της ειρηνικής συμβίωσης αλλά και μέσω των πολεμικών συρράξεων, ανέπτυξαν τις μουσικές δεξιότητές τους, παρουσιάζοντας ένα ολοκληρωμένο μουσικό σύστημα με συγκεκριμένους και καθορισμένους τρόπους. Η παρουσία και η πορεία κατά μήκος των μεσογειακών χωρών νομάδων και μετακινούμενων πληθυσμών, όπως Τσιγγάνων, Αράβων κι Εβραίων, οι οποίοι έζησαν μαζί με τους Πέρσες, τους Έλληνες και τους άλλους λαούς της Βαλκανικής, οδήγησε στη μουσική αλληλεπίδραση των μεσογειακών λαών. Η αλληλεπίδραση αυτή φαίνεται από τα κοινά μελωδικά-ρυθμικά στοιχεία, από τα όμοια ή σε παραλλαγές μουσικά όργανα και τις μουσικές παραδόσεις των λαών της περιοχής.

Θα αναζητήσουμε λοιπόν τις μουσικές συγγένειες της Μεσογείου. Τα κοινά μουσικά βιώματα των παραδόσεων της μεσογειακής μουσικής, έτσι όπως διαμορφώθηκαν στο διάβα των αιώνων στα διάφορα μεσογειακά λιμάνια αλλά και στην ηπειρωτική ενδοχώρα.

Από τα Ισπανοεβραϊκά σεφαρδίτικα και τα φλαμένκο, έως τις ναπολιτάνικες ταραντέλες, τα γκρεκάνικα (κατωιταλιώτικα) και τσιγγάνικα τραγούδια… Από τις μουσικές παραδόσεις της Μ. Ασίας και Καππαδοκίας, μέχρι τους αιγαιοπελαγίτικους νησιωτικούς ρυθμούς… Από τη βαλκανική μουσική παράδοση και τα παραδοσιακά τραγούδια της Θράκης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου ως τα 2/4 του ρυθμού της πόλκα…

Στο βαθμό που η μουσική παράδοση εμπλέκεται με μοντέρνους τζαζ, ροκ ρυθμούς κι όργανα, οι μουσικές των λαών της Μεσογείου αγγίζουν ιδιαίτερα τις καρδιές όλων μας, γιατί ακριβώς είναι «φτιαγμένες» απ’ ανθρώπους λαϊκούς, που έχουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές.

Στεκόμαστε παράλληλα ενάντια στην εθνική αφήγηση και την κυριαρχία που χρησιμοποιεί την παράδοση ως εξουσιαστικό εργαλείο για την καλλιέργεια της εθνικής ενότητας αλλά και για την καθυπόταξη, την επιβολή και τη συστράτευση των κοινωνιών στα πλαστά εθνικά ιδεώδη. Εξάλλου, η αντικειμενική συνθήκη της πολιτιστικής αλληλοεπιρροής ανομοιογενών πληθυσμών, που για αιώνες κινούνταν σε κοινούς γεωγραφικούς χώρους, συνθλίβει την υποτιθέμενη εθνική σύνδεση κι ομοιογένεια. Οι μακεδονίτικοι σκοποί λ.χ συνδέονται άμεσα με τους σλαβόφωνους βαλκανικούς πληθυσμούς, ενώ αντίστοιχα, σκοποί και τραγούδια της Ηπείρου συνδέονται με Αρβανίτες και Βλάχους των Βαλκανίων και τα μικρασιάτικα τραγούδια με το ευρύτερο ανατολίτικο στοιχείο.

Τέλος, αντιλαμβανόμαστε τη παραδοσιακή μουσική μαζί με τους αντίστοιχους χορούς ως ζωντανά ανθρώπινα, λαϊκά δημιουργήματα, τα οποία δε μπορούν να εννοηθούν μακριά κι έξω από τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, μέσα στις οποίες αναπτύχθηκαν, μα κι ούτε έξω από την καθημερινή ζωή των κοινοτήτων απ’ όπου πήγασαν. Αποτελούν μια συσσωρευμένη κοινωνική εμπειρία, φορτισμένη από τις παρακαταθήκες των συλλογικών αγώνων.

Υπό τους ήχους λοιπόν αυτών των παραδοσιακών τραγουδιών των λαών της Μεσογείου επιλέγουμε να κοινωνικοποιούμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας, να βρισκόμαστε με συντρόφους και φίλους, να επικοινωνούμε αδιαμεσολάβητα και ισότιμα, να δομούμε σχέσεις ειλικρίνειας, να ψυχαγωγούμαστε αλλά και να γνωριζόμαστε με όσες και όσους δεν έχουμε ακόμα γνωριστεί…Κι όλα αυτά με όρους αυτοοργανωμένους, αντιιεραρχικούς κι ενάντια στη λογική του κέρδους…

(για τη συγγραφή του κειμένου έχουν απαλλοτριωθεί στοιχεία από κείμενο της ομάδας παραδοσιακών χορών του Θερσίτη)

ΠΕΜΠΤΗ 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ, 20.00

στις σκάλες της Πατρέως

(σε περίπτωση βροχής, στον αυτοδιαχειριζόμενο χώρο Επί τα Πρόσω)

Ecos del Desgarro: Η ιστορία μιας ανέφικτης επανάστασης

Ένα ελευθεριακό, συλλογικό, αυτοοργανωμένο ντοκυμαντέρ για τους ακτιβιστές της εξέγερσης της Συρίας από τους Camara Negra (υποτιτλισμένο στα ελληνικά από την αναρχική συλλογικότητα Ατραπός).

[vsw id=”181543898″ source=”vimeo” width=”700″ height=”400″ autoplay=”no”]

 

Κείμενο της συλλογικότητας Ατραπός για τη συγκυρία

Σε μια προσπάθεια να καταγράψουμε κάποιες βασικές μας σκέψεις για την εποχή την οποία διανύουμε, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και τις απαντήσεις που πιστεύουμε ότι θα πρέπει να προσπαθήσει να δώσει το ευρύτερο ριζοσπαστικό κίνημα, επιλέγουμε ως αφετηρία ένα από τα κομβικότερα σημεία κριτικής της αναρχικής θεώρησης: το κράτος, το κεφάλαιο και τη μεταξύ τους σχέση. Αφήνοντας στην άκρη τις ιστορικές ρίζες του σύγχρονου κράτους και του καπιταλισμού, πιστεύουμε ότι έχει σημασία στο σήμερα να κατανοήσουμε τον βαθμό αλληλόδρασης και σύγκλισης των δύο, ο οποίος είναι τέτοιος που αφενός μπορούμε να μιλήσουμε για μια συνθήκη σύγχρονου ολοκληρωτισμού, αφετέρου πιστεύουμε ότι αποδομεί την έκφραση αντικαπιταλιστικού (πόσο μάλλον αντιιμπεριαλιστικού) λόγου εφόσον δεν συμπληρώνεται απαραιτήτως από αντικρατικό λόγο.

ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΣ: ΟΙ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ

Τη σύγκλιση μεταξύ κράτους και κεφαλαίου (δηλαδή μεταξύ πολιτικής και οικονομικής ελίτ) δεν την αποδίδουμε μόνο στην τρέχουσα οικονομική κρίση και στις ανάγκες αλληλοϋποστήριξης που αυτή γέννησε. Την παρατηρούμε ιστορικά (κατά καιρούς πολύ πιο εμφανώς, όπως για παράδειγμα με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του μεσοπολέμου). Πιστεύουμε ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει καθιερωθεί ως τάση με αυξανόμενους ρυθμούς και ένταση και το τελευταίο διάστημα είναι ιδιαιτέρως αισθητή. Τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό, λοιπόν, δεν τον αποδίδουμε σε μια πρόσκαιρη προσπάθεια του καπιταλισμού να επιβιώσει εν μέσω μιας ισχυρής δομικής κρίσης, αλλά τον αναγνωρίζουμε ως μια ευρύτερη προσπάθεια παγίωσης μιας νέας, μόνιμης καπιταλιστικής διαχείρισης. Βασικά χαρακτηριστικά της διαχείρισης αυτής είναι η ακόμα πιο ανηλεής εκμετάλλευση ανθρώπινων και φυσικών πόρων, η απόλυτη εξάρτηση από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις, ο ασφυκτικός έλεγχος των κοινωνιών, η διάσπαση του κοινωνικού ιστού (τόσο των παραγωγικών/εργασιακών σχέσεων όσο και των κοινωνικών/διαπροσωπικών σχέσεων), η καταστολή των κινημάτων αμφισβήτησης με όλο πιο αναβαθμισμένα μέσα κ.ο.κ. Παρότι ο καπιταλισμός διανύει μια ισχυρή δομική κρίση, η ίδια η κρίση προσφέρει ταυτόχρονα την ευκαιρία και ένα εργαλείο για να ισχυροποιηθεί το σύστημα μέσα από μια σαρωτική αναδιάρθρωση. Οπότε η εποχή που διανύουμε είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι αποτελεί μεγάλο στοίχημα το αν θα καταφέρουν να στηθούν αναχώματα (και δη αρκετά ισχυρά ώστε να ανακόψουν αυτή τη σαρωτική επιβολή μιας ολοκληρωτικής διαχείρισης), ή αν, παρά το γεγονός ότι ταλανίζεται από μια κρίση, η κυριαρχία θα βγει στο τέλος ακόμα πιο δυνατή.

Για να αιτιολογήσουμε τον ισχυρισμό μας ότι η κατεύθυνση είχε χαραχτεί προ κρίσης, άρα δεν αποτελεί συγκυριακή συνθήκη, θυμίζουμε ενδεικτικά κάποια γεγονότα-σταθμούς πριν από το 2008 που αποτέλεσαν αφορμή για αποφασιστικά βήματα αύξησης της εκμετάλλευσης, της καταστολής και του ελέγχου στις δυτικές μητροπόλεις και αποτέλεσαν, επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις έναυσμα για στρατιωτικές επεμβάσεις στην περιφέρεια: τα μέτρα που πάρθηκαν κατόπιν των επιθέσεων στους δίδυμους πύργους, στη Μαδρίτη και στο Λονδίνο, τα μέτρα που συνοδεύουν τη διοργάνωση μεγάλων αθλητικών γεγονότων (π.χ. Ολυμπιακούς Αγώνες, Mundial, Euro), τη σταδιακή απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και της ανταποδοτικότητας μέσω συντάξεων, επιδομάτων, κοινωνικής ασφάλισης κτλ., τις ιδιωτικοποιήσεις και το μονοπώλιο από επιχειρήσεις-κολοσσούς νευραλγικών κλάδων και κοινωνικών αγαθών (π.χ. της καλλιέργειας από τη Monsanto, του νερού από εταιρίες όπως η Veolia ή η Suez, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών), το περιεχόμενο διακρατικών συμφωνιών (π.χ. γύρω από το εμπόριο ή την αγροτική πολιτική) και τα φοροαπαλλακτικά μέτρα σε όφελος μεγαλοεπιχειρηματιών, την στοχευμένη αυστηροποίηση νόμων και δικαστικών διαδικασιών, τη δημιουργία χώρων κράτησης-βασανισμού (βλ. λευκά κελιά, φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης τύπου Γκουαντάναμο).

Η σημερινή ζοφερή εικόνα αποτελεί σύνθεση επιμέρους κομματιών των παρελθόντων ετών, και η τάση αυτή τη στιγμή είναι σαφώς προς όλο και πιο απόλυτες μορφές καταστολής, ελέγχου και επιτήρησης. Ενδεικτικά αναφέρουμε την προώθηση της συμφωνίας TTIP (η οποία δρομολογείται από τις αρχές της δεκαετίας ’90 –ως TAFTA–) και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία (η στρατικοποίηση των σωμάτων ασφαλείας έχει προλειάνει το πέρασμα σε πραγματική στρατιωτική παρουσία στους δρόμους και σε ό,τι αυτό συνεπάγεται). Ο στόχος πιστεύουμε ότι είναι γενικά (αλλά και ειδικά σε μια στιγμή ανασύνταξης του καπιταλιστικού συστήματος, μιας και η τρέχουσα κρίση είναι σημαντική και σε ένταση και σε διάρκεια) να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για νέους κύκλους οικονομικής αφαίμαξης καθώς επίσης να αποτραπεί η ριζοσπαστικοποίηση και η χειραφετητική προοπτική των αντιστάσεων που ξεπηδούν σε διάφορα σημεία του πλανήτη ως αντίδραση σε όλα τα παραπάνω.

Γι’ αυτό και δεν συμμεριζόμαστε την αισιοδοξία όσων πιστεύουν ότι το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης θα σημάνει την επιστροφή σε μια πρότερη κατάσταση σχετικής ευμάρειας. Το έδαφος που έχει χαθεί πιστεύουμε ότι έχει χαθεί έως ότου κατακτηθεί και πάλι πίσω. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες (ατομικές και κοινωνικές) που χάθηκαν δεν πρόκειται να χαριστούν πίσω από κανένα κράτος, από καμία κυβέρνηση, μιας και η κατάργησή τους είναι μια χρόνια, καλομελετημένη διαδικασία και διόλου μια συγκυριακή κατάσταση. Το νέο καθεστώς αποτελεί όντως καθεστώς. Στην καθιέρωσή του παίζει, μεταξύ άλλων, μεγάλο ρόλο και ο φόβος. Ένας φόβος (αν όχι τρομοκρατία) που είτε τον σπέρνει είτε τον διογκώνει η κυριαρχία κατασκευάζοντας φανταστικούς εχθρούς ή διοχετεύοντας την αγανάκτηση σε αδύναμα κοινωνικά κομμάτια. Ούτε οι οροθετικές χθες ούτε οι μετανάστες σήμερα μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στην παντοδυναμία των ΜΜΕ και τα αντιδραστικά αντανακλαστικά που (και) αυτά ενεργοποιούν. Ένας άλλος βασικός παράγοντας είναι η στροφή προς ακροδεξιές φωνές και πρακτικές, αλλά και η υιοθέτηση ακροδεξιάς ατζέντας από κυβερνήσεις διαφόρων αποχρώσεων. Η συντηρικοποίηση στην Ευρώπη είναι χαρακτηριστική, με αποκορύφωμα τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Σημειώνουμε επίσης το ρόλο της τεχνολογίας, η οποία στηρίζει υλικοτεχνικά τις πολιτικές επιτήρησης και ελέγχου (είτε μιλάμε για καθαρά στρατιωτικό εξοπλισμό είτε για έξυπνα συστήματα παρακολούθησης).

Ο ρόλος του κράτους

Κατά τον 20ό αιώνα οι κεφαλαιούχοι μία έκλιναν προς την αποδέσμευση από τον κρατικό προστατευτισμό και μία επέστρεφαν κάτω από την προστατευτική φτερούγα του κράτους, όταν το «αόρατο χέρι» της αγοράς προσέκρουε στις εγγενείς αδυναμίες του καπιταλιστικού συστήματος. Ιστορικά γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ήταν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, το κραχ του ’29, η οκτωβριανή επανάσταση, ο ψυχρός πόλεμος κ.ο.κ. τελικά οδήγησαν στην ευρεία υιοθέτηση στον δυτικό κόσμο του κεϋνσιανισμού, ενός μοντέλου που προέβλεπε το κράτος σε ρόλο «αντισταθμιστικό» (με προνοιακά επιδόματα κτλ) προκειμένου το κεφάλαιο να αναπτύσσεται μεν απερίσπαστο (συνεχίζοντας την αλόγιστη λεηλασία ανθρώπινων και φυσικών πόρων στον λεγόμενο «τρίτο κόσμο»), έχοντας εξασφαλίσει όμως παράλληλα μια αγορά για την απορρόφηση των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών στη δύση και την απαραίτητη αποδοχή του καπιταλιστικού συστήματος. Και πίσω από το «σιδηρούν παραπέτασμα», όμως, το κράτος, με ένα γραφειοκρατικό κόμμα στο πηδάλιο της εξουσίας, ανέλαβε να ρυθμίζει την παραγωγή και την εκβιομηχάνιση (όπως και όλες τις κοινωνικές σχέσεις), οδηγώντας επί της ουσίας σε έναν ιδιόμορφο «κρατικό καπιταλισμό». Οι πετρελαϊκές κρίσεις κατά τη δεκαετία ’70 και η κατάρρευση του πρώην ανατολικού μπλοκ άλλαξαν τα δεδομένα. Χωρίς το «αντίπαλο δέος» και κατόπιν της ύφεσης των κινημάτων του ‘60, ο καπιταλισμός διεισδύει σταδιακά σε όλους τους παραγωγικούς τομείς και σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις παγκοσμίως. Την εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι εξελίξεις στο χώρο της τεχνολογίας είναι ραγδαίες, κεφάλαια μεταφέρονται σε δευτερόλεπτα από τη μία άκρη του πλανήτη στην άλλη, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις γίνονται πολυεθνικές-κολοσσοί, ο τριτογενής τομέας (βλ. τραπεζικά προϊόντα) παίρνει το ρόλο που κατείχε κάποτε ο δευτερογενής, τα κέντρα εξουσίας γίνονται ολοένα πιο απρόσωπα, συγκεντρωτικά και υπερεθνικά (με τις κατά τόπους κυβερνήσεις να παίζουν ολοένα και περισσότερο το ρόλο των αναλώσιμων εκτελεστών των πολιτικών που αυτά ορίζουν).

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι στο νέο αυτό περιβάλλον το κράτος αποσύρεται, μιας και το πουλόβερ κρατικών παροχών και υπηρεσιών ξηλώνεται και η κρατική περιουσία πουλιέται σε ιδιώτες. Με τη γνωστή χρονοκαθυστέρηση αυτά βιώνουμε εν πολλοίς τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Αλλά αυτό θα ήταν αφελές. Η απόσυρση του κράτους πρόνοιας δεν σημαίνει επουδενί αποδυνάμωση του κράτους αλλά πέρασμα σε μια κεφαλαιοκρατική σχέση με άλλα χαρακτηριστικά. Τα τελευταία χρόνια, κι ενώ τα χαμηλά και μεσαία στρώματα συμπιέζονται βίαια προς τα κάτω, παρατηρούμε να περνάνε μπιρ παρά στα χέρια ιδιωτών επικερδείς κρατικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις, να υπογράφονται διακρατικές συμφωνίες που επιτρέπουν στις μεγάλες επιχειρήσεις να αλωνίζουν ανενόχλητες, να δίνουν τα κράτη αφειδώς κολοσσιαία πακέτα οικονομικής στήριξης στις τράπεζες (διογκώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα κρατικά χρέη, προκειμένου να πληρώσουν τα σπασμένα τα συνήθη υποζύγια). Και σε επίπεδο συμβολισμών να το δούμε, ο βαθμός διαπλοκής κράτους και κεφαλαίου έχει φανεί επανειλημμένως σε διάφορες χώρες με την ανάληψη κυβερνητικών θέσεων από τεχνοκράτες, μεγαλοεπιχειρηματίες (ή αχυρανθρώπους αυτών) και την παράδοση της πολιτικής στα χέρια «ειδικών» τεχνοκρατών και διεθνών οικονομικών οργανισμών ή φόρουμ (βλ. G8).

Το κράτος δεν αποτελεί μια ουδέτερη δομή, αλλά είναι απαραίτητος συναυτουργός των κεφαλαιούχων για την ανάπτυξη και επέκταση του κεφαλαίου σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Από αυτή την άποψη λοιπόν, ο ισχυρισμός ότι μια καλή, μη διαπλεκόμενη κυβέρνηση, η οποία θα μεριμνήσει για την αναδιανομή του πλούτου (ή έστω για μια πιο «δίκαιη» κατανομή του βάρους των απωλειών) θα καταφέρει να αλλάξει τα πράγματα αποτελεί μια μεγάλη αυταπάτη. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό περιβάλλον, όπου ο βαθμός εξάρτησης της ανθρώπινης ζωής από το κεφάλαιο είναι οριακά απόλυτος, οι επιλογές είναι εντέλει δύο: σύμπλευση ή ρήξη με τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις. Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ευρώπη, με την ουσιαστική γελοιοποίηση των «αριστερών» ή σοσιαλδημοκρατικών «εναλλακτικών οδών», καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα δεν είναι προφανώς ο νεοφιλελευθερισμός αλλά η ίδια η ύπαρξη του καπιταλισμού. Όπου ήρθαν στην εξουσία κόμματα που ευαγγελίζονταν έναν πιο ανθρώπινο, πιο δίκαιο καπιταλισμό (με την τρέχουσα κυβέρνηση στην Ελλάδα να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα), πολύ γρήγορα φάνηκε ότι στην πράξη εξυπηρετούν τα συμφέροντα ενός καλά οργανωμένου ταξικού μπλοκ, του μπλοκ των κυρίαρχων (στο οποίο εξάλλου αυτές οι κυβερνήσεις άνηκαν). Η ύπαρξη ενός τέτοιου μπλοκ δεν σημαίνει προφανώς ότι δεν υπάρχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα και συγκρούσεις ενδοαστικές. Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα επίδειξης δύναμης και επιθυμίας επιβολής με σκοπό την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών δυνάμεων της περιοχής. Ωστόσο, απέναντι στις όποιες κινήσεις χειραφέτησης από τα κάτω, ο κόσμος της εξουσίας συνασπίζεται, παραμερίζοντας τις κατά καιρούς διαφορές του. Άλλωστε στα παιχνίδια γεωστρατηγικών συμφερόντων οι μέχρι χθες σύμμαχοι γίνονται εχθροί εν μια νυκτί και τούμπαλιν.

Άλλα πέρα από τη συνεργασία και τη σύγκλιση με το κεφάλαιο, το κράτος είναι μια δομή με δικιά της ατζέντα, που ανεξάρτητα από την εκάστοτε διαχείρισή του και τη συγκεκριμένη κάθε φορά κατεύθυνση που ορίζει, πρόκειται για μια οντότητα που παράγει, αναπαράγει και προωθεί σχέσεις οι οποίες δομούν κοινωνικές πραγματικότητες που πολύ απέχουν από το όραμα της χειραφέτησης. Τα κράτη δημιουργήθηκαν όχι σαν μια αναπόφευκτη λύση για την επιβίωση των κοινωνιών, αλλά ως ένας τρόπος για να μπορεί να επιβληθεί η κυρίαρχη αντίληψη στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ελέγχοντας όλο και πιο αποτελεσματικά κάθε πτυχή των κοινωνικών σχέσεων. Επίσης, η ύπαρξη ενός κράτους προϋποθέτει τον προσδιορισμό του σε σχέση είτε με άλλα κράτη είτε με οποιαδήποτε (θεωρητικά) μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Προαπαιτεί δηλαδή τη διαφοροποίηση, τη διάκριση, τον ορισμό συνόρων και επομένως μιας επικράτειας, την ανάπτυξη μιας ρητορικής και ενός ιδεολογήματος που να δικαιολογεί την ύπαρξή του καθώς και την ύπαρξη μιας κυρίαρχης αντίληψης, μιας κυρίαρχης κουλτούρας που επιβάλλεται στο σύνολο, ανοίγοντας πόρτες στους διαχωρισμούς, στην περιθωριοποίηση, στον ορισμό εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών και στην μετέπειτα αντιμετώπισή τους.

Όλα αυτά υλοποιούνται μέσα από συγκεντρωτικές δομές, εξουσιαστικές σχέσεις και κάθετες διαδικασίες. Μέσω δηλαδή των μηχανισμών που διαθέτει το κράτος για την υλοποίηση των σχεδιασμών του, όπως είναι τα σώματα καταστολής και ασφάλειας, το εκπαιδευτικό σύστημα, τα ΜΜΕ, οι νομοθετικοί θεσμοί, η δικαστική εξουσία, οι θεσμοί εγκλεισμού κτλ. Ανεξαρτήτως λοιπόν του οικονομικού μοντέλου (διότι η ύπαρξη του κράτους δεν προϋποθέτει την ύπαρξη του καπιταλισμού· θα μπορούσε μελλοντικά, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, να δούμε κράτη να στηρίζουν άλλα κοινωνικοοικονομικά μοντέλα), της εκάστοτε διαχείρισης ή ακόμα και οργάνωσης του κράτους, το αναγνωρίζουμε ως εχθρό της χειραφέτησης, ως κομμάτι του κόσμου της εξουσίας που είναι αντιπαραθετικός με τον κόσμο της ελευθερίας. Δεν μπορεί να υπάρξει ένας κόσμος ισότητας και ελευθερίας όσο υπάρχουν δομές και σχέσεις ιεραρχικές. Ως εκ τούτου ο αγώνας μας δεν στρέφεται μόνο ενάντια στον καπιταλισμό αλλά και ενάντια στα κράτη.

Διεθνής πραγματικότητα

Όσον αφορά την ευρύτερη διεθνή εικόνα, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι επικρατεί μια ρευστή κατάσταση. Τα μάτια είναι στραμμένα σε μεγάλο βαθμό στις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή, η οποία για άλλη μια φορά μαστίζεται από σφοδρές πολεμικές συγκρούσεις. Για όσο το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελούν την κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού, αναπόφευκτα ο έλεγχος των εκεί πλουτοπαραγωγικών πηγών και εμπορικών δρόμων αποτελεί πρωταρχικό στόχο των παγκόσμιων υπερδυνάμεων, τον οποίο επιδιώκουν με όλα τα μέσα (από ανοιχτές στρατιωτικές επεμβάσεις, τη δημιουργία ή το αβαντάρισμα και τον εξοπλισμό ακραίων θρησκευτικών οργανώσεων, την εγκαθίδρυση καθεστώτων-μαριονέτες, την έξαρση εθνοτικών/θρησκευτικών διαφορών κτλ). Εν προκειμένω, όμως, δεν βλέπουμε όπως την προηγούμενη δεκαετία μια παντοδύναμη ΗΠΑ να ορίζει τις γεωπολιτικές εξελίξεις κατά βάση μόνη της, αλλά παρατηρούμε και άλλες μεγάλες δυνάμεις (βλ. Ρωσία) και τοπικούς παίκτες (όπως η Τουρκία και η Σ. Αραβία) να διαμορφώνουν μια απρόβλεπτη αυριανή εικόνα. Γενικότερα, ενώ την κατάρρευση του πρώην ανατολικού μπλοκ διαδέχτηκε μια περίοδος κατά την οποία οι ΗΠΑ ήταν η αδιαμφισβήτητη παγκόσμια υπερδύναμη, πλέον έχουν αναδειχτεί και άλλα μεμονωμένα κράτη, όπως και διακρατικές συμμαχίες (βλ. BRICS), που διεκδικούν ολοένα και σημαντικότερο ρόλο στις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση, όλες αυτές οι δυνάμεις είναι επί της ουσίας καπιταλιστικές και κινούνται επιθετικά απέναντι στην κοινωνική βάση με στόχο το κέρδος. Το τελευταίο διάστημα το βλέμμα μας είναι στραμμένο σε μεγάλο βαθμό στη Μ. Ανατολή διότι αποτελεί τη σκακιέρα πάνω στην οποία παίζονται έντονοι ενδοσυστημικοί ανταγωνισμοί, με κύριο στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων τους και με την καταστροφή ολόκληρων κοινωνιών ως κομμάτι του σχεδιασμού τους.

Ασταθής είναι επίσης και η εικόνα στη γηραιά ήπειρο, καθώς το οικοδόμημα της ΕΕ ταλανίζεται από εσωτερικές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς. Η στρατηγική σύμπραξη των ευρωπαϊκών κρατών μετά τον Β’ Π.Π. προσκρούει σε σημαντικές δυσκολίες. Τα ακανθώδη ζητήματα δεν είναι μόνο οικονομικά, με δεδομένο ότι οι πιο αδύναμες οικονομίες ουσιαστικά κατέρρευσαν, αλλά άπτονται και σε ζητήματα πολιτικά, όπως είναι η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, των τρομοκρατικών επιθέσεων σε ευρωπαϊκές μητροπόλεις, καθώς και σημαντικών πολιτικών εξελίξεων στις παρυφές της Ένωσης (βλ. Ουκρανία, Τουρκία). Αυτή τη στιγμή οι φυγόκεντρες τάσεις κερδίζουν ολοένα έδαφος, στη βάση όμως ενός συντηρητικού ευρωσκεπτικισμού και της παρελκόμενης ξενοφοβίας. Παρότι η διάλυση της ΕΕ, όπως και κάθε διακρατικού οργανισμού, θα μπορούσε να θεωρηθεί γενικά κάτι θετικό (διότι, με μια απλουστευτική προοδευτική σκέψη και αφήνοντας στην άκρη πολλές παραμέτρους, λειτουργούν συγκεντρωτικά μεταφέροντας τα κέντρα λήψης αποφάσεων ακόμα πιο μακριά από τη βάση), τίποτα καλό δεν προμηνύουν οι φράχτες στα σύνορα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, η έξαρση εθνικιστικού λόγου και ρατσιστικών επιθέσεων, η συνεργασία ΝΑΤΟ-FRONTEX, συμφωνίες όπως αυτή με την Τουρκία και πάει λέγοντας. Στο βαθμό που δεν ακούγεται ηχηρά κάποια ριζοσπαστική εναλλακτική, δεν αποτελεί έκπληξη που το ενδεχόμενο κατάρρευσης της συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών ξυπνάει μνήμες από το σκοτεινό παρελθόν.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Όσον αφορά την Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει ιδιαίτερα πυκνά σε εξελίξεις και ανατροπές. Μετά τον Δεκέμβρη του ’08 και την «αντιεξέγερση» που τον διαδέχτηκε, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται, ακολούθησαν μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στα μέτρα που άρχισαν να επιβάλλονται μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Από το 2012 πιστεύουμε ότι διαφάνηκε η πορεία προς τη σημερινή κατάσταση κινηματικής ύφεσης και πολιτικού αδιεξόδου. Πέρα από την κόπωση που επέφεραν οι χρόνιες κινητοποιήσεις και η κατασταλτική βία, διάφορα κόμματα (και «κινήματα» που μετατράπηκαν καθοδόν σε κόμματα) επεδίωξαν να καρπωθούν τους αγώνες ή να κεφαλαιοποιήσουν την παρουσία τους σε αυτούς εκλογικά. Ο μεγάλος κερδισμένος υπήρξε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όχι μόνο έγινε ανεκτός αλλά στηρίχτηκε σε ορισμένες περιπτώσεις από άλλες αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις προκειμένου να αποδυναμωθεί εκλογικά η Χρυσή Αυγή και η φασίζουσα πτέρυγα της ΝΔ. Τα αποτελέσματα αυτής της κοντόφθαλμης οπτικής ήταν εν πολλοίς αναμενόμενα. Χωρίς φωνές αντίστασης πλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ στρογγυλοκάθισε στην εξουσία και συνέχισε τα πεπραγμένα των προηγούμενων κυβερνήσεων. Κατάφερε να περάσει χωρίς να ανοίξει ρουθούνι όχι μόνο ένα τρίτο μνημόνιο αλλά και μια σειρά μέτρων που επί χρόνια προσέκρουαν σε σθεναρές αντιστάσεις (βλ. ασφαλιστικό). Κατάφερε ακόμα και να επανεκλεγεί ενώ ακύρωσε κάθε προεκλογική του εξαγγελία, με εξόφθαλμα παραδείγματα το κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών, την παύση της εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, και τόσα άλλα. Επιπλέον, αυτό το έκανε συμπράττοντας με ψεκασμένους πατριώτες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη νοηματοδότηση του τι σημαίνει αριστερά στις μέρες μας. Το ιστορικό αυτό βάρος προφανώς θα το επωμιστούν όλες οι αριστερές και ριζοσπαστικές δυνάμεις.

Από τη δική μας οπτική, προφανώς δεν αποτελεί καμία έκπληξη που η κυβέρνηση συντάχθηκε με την καθεστυκία τάξη και συνέχισε το έργο των προκατόχων της, μιας και οι ρεφορμιστικές δυνάμεις είναι πάντα συστημικές. Το ίδιο το σύστημα τις προωθεί, όταν οι συνθήκες το απαιτούν, διότι αναχαιτίζουν την επαναστατική προοπτική. Η ιστορία αποδεικνύει ότι ο καπιταλισμός δεν μεταρρυθμίζεται, δεν βελτιώνεται, μόνο ανατρέπεται. Καμία ευνοϊκή μεταρρύθμιση μέσα από τους κόλπους του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να υπάρξει για όσους βιώνουν την καταπίεση και την εκμετάλλευση στο πετσί τους. Οι επιλογές είναι εντέλει δύο: σύμπλευση ή ρήξη με τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις. Το στοίχημα για μας, και το μεγάλο ερώτημα, παραμένει πώς το κίνημα θα πάρει πάλι σάρκα και οστά, όχι για να αποσυρθεί στις επόμενες εκλογές, ούτε για να στελεχώσει μπλοκ-σούπες όπως αυτά που είδαμε να δημιουργούνται στις πλατείες ή με αφορμή το δημοψήφισμα. Αναφερόμαστε σε ένα κίνημα με σαφή ταξικό προσανατολισμό, το οποίο θα κινείται συνειδητά ενάντια στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις και στα τερατουργήματα που αυτές γεννούν, όπως ο φασισμός, ενώ παράλληλα θα δομεί από τα κάτω υποδομές και σχέσεις με όρους ισοτιμίας και αλληλεγγύης.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ

Μια ανάλυση της συγκυρίας θα ήταν ελλιπής χωρίς να αναφερθούν τα ελπιδοφόρα μηνύματα που στέλνουν οι απανταχού αγώνες και αντιστάσεις, παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Η πραγματικότητα που ζούμε δεν διαμορφώνεται μόνο από την κίνηση της κυριαρχίας. Αντιθέτως, οι αντιστάσεις, οι αγώνες και οι επαναστάσεις που διεξάγουν οι από τα κάτω ορίζουν εξίσου τον ρου της ιστορίας. Καθώς το μπλοκ της εξουσίας, όπως έχει περιγραφεί παραπάνω, προσπαθεί να επιβληθεί όλο και πιο δυναμικά στους καταπιεσμένους σε όλο τον κόσμο, στην τάξη των από τα κάτω, λεηλατώντας παράλληλα τον φυσικό κόσμο στο πλαίσιο του ίδιου σχεδιασμού (εκείνου του κέρδους, του ελέγχου, της καταστροφής), οι αντιστάσεις όχι μόνο στέκονται εμπόδιο αλλά εμπεριέχουν εν σπέρματι τα προτάγματα για μια διαφορετική κοινωνία.

Προσπαθώντας να αντλήσουμε συμπεράσματα από τους αγώνες του χθες και του σήμερα, όπου αυτοί ξεσπούν και στο βαθμό που τους αντιλαμβανόμαστε, θα λέγαμε ότι νικηφόρα έκβαση και προοπτική φαίνεται να έχουν οι αγώνες με σαφείς στοχεύσεις, συγκεκριμένη στρατηγική και οι οποίοι οργανώνονται στη βάση μιας συνολικής αντίληψης για την κοινωνική πραγματικότητα. Πρόκειται επίσης για αγώνες των οποίων τα χαρακτηριστικά και η οργάνωση είναι αποτέλεσμα ζυμώσεων σε βάθος χρόνου. Τα πλέον ελπιδοφόρα μηνύματα έρχονται από τα καρακόλ των ζαπατίστας και τα καντόνια της Βόρειας Συρίας. Οι αγώνες αυτοί έθεσαν εξαρχής το ζήτημα της κοινωνικής οργάνωσης, συγκροτήθηκαν με βάση ένα συγκεκριμένο συλλογικό όραμα και οργανώθηκαν επιμελώς μες στα χρόνια. Παράλληλα όμως δεν έμειναν προσκολλημένοι στην αφετηρία τους, αλλά τόλμησαν να αναπροσαρμόσουν αναλύσεις και στρατηγικές, υιοθετώντας σταδιακά μια πιο ελευθεριακή κατεύθυνση, καθώς εξελίσσονται βήμα βήμα συνδέοντας τη θεωρία με την πράξη.

Πέρα όμως από αυτά τα παραδείγματα, σε όλο τον κόσμο υπάρχει αναβρασμός καθώς οι από τα κάτω παλεύουν να εμποδίσουν την περαιτέρω εκμετάλλευση της εργασιακής τους δύναμης, να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους, να προστατεύσουν τις κοινότητές τους και τη φύση. Οι κοινωνικοί-ταξικοί αγώνες δεν αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά στον παγκόσμιο χάρτη· αντιθέτως, ο κάθε αγώνας που ξεσπάει είναι ένα ψηφιδωτό στο μωσαϊκό του διαχρονικού αγώνα για αξιοπρέπεια, χειραφέτηση, ελευθερία. Παρά το αναβαθμισμένο του οπλοστάσιο, το μπλοκ της εξουσίας είναι ανίκανο να εξουδετερώσει τις ανάγκες και τις επιθυμίες από τις οποίες εκκινεί κάθε αγώνας, να εξατμίσει το αίμα και τον ιδρώτα των κατακτήσεών μας και τη δίψα μας για ζωή.

Αναφέρουμε ενδεικτικά την εξέγερεση στη Γαλλία, την επαναστατική προσπάθεια στη Συρία, τους αγώνες για το νερό στη Βολιβία, τους αγώνες στα ορυχεία στο Περού και στη Νότια Αφρική. Έχουν υπάρξει τα τελευταία χρόνια επίσης σημαντικοί αγώνες στην Ελλάδα, στη Β.Α. Χαλκιδική, για τις ανεμογεννήτριες στην Κρήτη, για τους ΧΥΤΑ στη Λευκίμμη της Κέρκυρας και στην Κερατέα. Όλες αυτές οι αντιστάσεις έχουν αξία διότι δίνουν μια συνέχεια στον αγώνα και δεν αφήνουν να σιγήσουν οι φωνές της αντίστασης. Αυτούς τους μερικούς αγώνες όχι μόνο δεν τους υποτιμούμε αλλά θεωρούμε ότι είναι οι πέτρες με τις οποίες χτίζεται η γέφυρα προς μια άλλη κοινωνία. Μέσα σε τέτοιους αγώνες αποκτάται πολύτιμη εμπειρία και πλάθονται συνειδήσεις, πηγαίνοντας τα πράγματα ένα βήμα πιο πέρα.

Παρότι όμως παρατηρούμε συνεχώς να ξεπηδούν αγώνες, στην πλειοψηφία τους φτάνουν έως κάποιο σημείο και μετά ατονούν, αν και οι συνθήκες ολοένα χειροτερεύουν. Πιστεύουμε ότι αυτό οφείλεται όχι μόνο στην καταστολή αλλά και στα εγγενή αδιέξοδα των ίδιων των αγώνων. Ένας αγώνας είναι θνησιγενής όταν η συσπείρωση αγωνιστών γίνεται με βάση το «ενάντια», χωρίς να τους συνέχει ταυτοχρόνως και κάποια συλλογική κατάφαση. Όπως επίσης έχουν ημερομηνία λήξης οι αγώνες που θέτουν έναν συγκεκριμένο στόχο, εφόσον τα υποκείμενα που συμμετέχουν δεν διερευνήσουν την πιθανότητα να συνεχίσουν τον αγώνα για κάποιον νέο κοινό στόχο, ευρύτερο και συνολικότερο. Εξίσου σημαντική είναι η σύνδεση με άλλους αγώνες. Η σύνδεση είναι αυτή που δίνει προοπτική και δυναμική, που έχει ως αποτέλεσμα, αντί να φαίνονται μακρινοί και άσχετοι άλλοι αγώνες, να τους αντιλαμβανόμαστε ως κομμάτι του δικού μας αγώνα, ως κοινές κινήσεις των από τα κάτω για χειραφέτηση και ελευθερία.

Από την (αυτο)κριτική στην ανασυγκρότηση του κινήματος…

Όσον αφορά τον ελλαδικό χώρο, το προηγούμενο διάστημα δεν διαφάνηκε στο εσωτερικό του κινήματος μια αντίρροπη πολιτική δύναμη ανάλογη των περιστάσεων, με αποτέλεσμα η δυναμική του να ξεθυμάνει. Γενικά, το κίνημα δεν κατάφερε να συνολικοποιήσει τις αρνήσεις και να περάσει από επιμέρους αιτήματα και αγώνες σε πιο συνολικά περιεχόμενα, λειτούργησε κατακερματισμένα και ετεροχρονισμένα, χρησιμοποίησε πολύ περιορισμένες πρακτικές που δεν ήταν αντίστοιχες της καταστολής, και δεν κατάφερε πιο ανατρεπτικές κινήσεις (π.χ. σαμποτάζ στην Χαλκιδική ή απεργία διαρκείας Χαλυβουργών) να γενικευθούν, να συγχρονιστούν, να κλιμακωθούν. Πέραν τούτου, ενώ λείπει η οργάνωση ενός ριζοσπαστικού ταξικού κινήματος, την ίδια στιγμή επικρατεί ένας ενδοταξικός κανιβαλισμός σε πολλές μορφές και με πολλές προεκτάσεις, που ευνοεί την κυριαρχία.

Ειδικά για τον αναρχικό χώρο, θεωρούμε ότι η στάση του από ένα σημείο και πέρα ήταν πλήρως αναντίστοιχη των περιστάσεων. Αντί να οξύνει και να κλιμακώσει τον αγώνα, σε διάφορες στιγμές, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα, στήριξε εκών άκων τα σχέδια της κυριαρχίας.

Στην παρούσα λοιπόν συγκυρία «αριστερής διαχείρισης» και συναίνεσης, με το κίνημα αποδυναμωμένο και αποδεκατισμένο, οι αναρχικοί/ές καλούμαστε να δούμε πώς θα θέσουμε πειστικά την επαναστατική προοπτική, πώς θα υπάρξει και πάλι πίστη στον αυτοοργανωμένο αγώνα, στην αλληλεγγύη και την αυτενέργεια, πώς θα επιβιώσουν και θα ενδυναμωθούν οι συλλογικότητες και οι δομές που παραμένουν ακόμα ζωντανές.

Από τη δική μας πλευρά προκρίνουμε την ενεργή συμμετοχή στους κοινωνικούς-ταξικούς αγώνες και δομές, με συνέχεια και συνέπεια, στην κατεύθυνση της σύνδεσης και της ριζοσπαστικοποίησής τους, καθώς και της συνολικοποίησης των προταγμάτων τους, προσπαθώντας το συνεκτικό τους στοιχείο να εξελιχθεί από ένα συγκεκριμένο μερικό αίτημα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σχέδιο. Ένα κοινωνικό σχέδιο καθολικό, πανανθρώπινο, διεθνιστικό. Επίσης, θεωρούμε σημαντικό να επανέλθει η ταξική ανάλυση δυναμικά στο προσκήνιο και να γίνουν ευδιάκριτες οι ριζοσπαστικές φωνές, που τώρα έχουν κουκουλωθεί από τις ρεφορμιστικές. Στρατηγικές συμπράξεις και συμμαχίες, με ευδιάκριτες τις πολιτικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό τους, μπορούν να βοηθήσουν στην πιο αποτελεσματική κοινωνική παρέμβαση.

Πέρα όμως από τη σχέση των αναρχικών με το υπόλοιπο κίνημα, θεωρούμε σημαντική την ανασυγκρότηση και στο εσωτερικό του αναρχικού χώρου.

Απαραίτητη προϋπόθεση για να δημιουργηθεί ένα αναρχικό κίνημα ικανό να λειτουργήσει προωθητικά και διεξοδικά είναι η οργάνωσή του στην κατεύθυνση της παρέμβασης (και στο εσωτερικό του κινήματος και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο) με βάση μια κοινά χαραγμένη στρατηγική. Μια στρατηγική που θα θέτει στο προσκήνιο την επαναστατική προοπτική πειστικά, ενώ παράλληλα θα υφαίνει ένα σαφές πολιτικό σχέδιο, το οποίο θα απαντάει συγκεκριμένα στην κάλυψη των αναγκών μας τόσο στο σήμερα όσο και στο αύριο που επιδιώκουμε. Ένα σχέδιο επίκαιρο και ρεαλιστικό που θα εμπνεύσει την οργάνωση ενός ριζοσπαστικού ταξικού κινήματος, αποφασισμένου να επιδιώξει βαθιές τομές.

Το ζήτημα της οργάνωσης του ριζοσπαστικού, ανταγωνιστικού, επαναστατικού χώρου αποτελεί διαρκές στοίχημα για τους αγωνιστές και ειδικά για τους αναρχικούς. Παραμένει πάντοτε επίκαιρο και γίνεται όλο και πιο επιτακτικό καθώς το μπλοκ εξουσίας συσπειρώνεται. Με βάση τη δική μας αντίληψη, για να δημιουργηθεί ένας κόσμος δικαιοσύνης, αξιοπρέπειας και ελευθερίας είναι απαραίτητη η καταστροφή του υπάρχοντος συστήματος. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος απαλλαγής από αυτό. Πιστεύουμε ότι οι αναρχικοί/ές μπορούμε και οφείλουμε να βελτιώσουμε τη θέση μας στη σκακιέρα της ανοιχτής σύγκρουσης με το κράτος και το κεφάλαιο, προτείνοντας ένα σαφές επαναστατικό πρόγραμμα, το οποίο θα δίνει προοπτική στον αγώνα για την κοινωνική επανάσταση.

Υπογραμμίζουμε λοιπόν την ανάγκη ο αναρχικός χώρος να αποκτήσει την απαραίτητη πολιτική συγκρότηση ώστε να καλύψει με επίκαιρο λόγο και σύγχρονα εργαλεία το κενό ανάμεσα στο σήμερα και στο αύριο, επικαιροποιώντας κατά καιρούς τη στρατηγική του από τις εμπειρίες αγώνα. Προφανώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί μεταξύ κομματιών που μοιράζονται συγγενείς πολιτικές αναλύσεις και αντιλήψεις.

…με όραμα την αναρχία και τον κομμουνισμό

Με δεδομένο ότι μια κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να γίνει από τη μία στιγμή στην άλλη, αλλά μέσα από μικρές διεργασίες στο σήμερα, ως αναρχικοί/ές συμμμετέχουμε στους αγώνες όπου αυτοί ξεσπούν, στις γειτονιές, στους χώρους εργασίας, προσπαθώντας να συνενωθούν όλα αυτά τα επιμέρους μέτωπα. Προσπαθούμε να δώσουμε ζωή σε δομές που θα αντικαταστήσουν την εξάρτησή μας από τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις, είτε αφορούν την επιβίωση (παραγωγή, τροφή, υγεία) είτε την ανθρώπινη δημιουργία και ψυχαγωγία. Παράλληλα, μιας και ο καπιταλισμός δεν είναι απλώς ένα οικονομικό σύστημα, αλλά πρωτίστως οι κοινωνικές σχέσεις που επιβάλλει και τις οποίες εσωτερικεύουμε, επιδιώκουμε την αντικατάσταση των σχέσεων που συνέχουν τον τωρινό κοινωνικό ιστό με σχέσεις άλλης αφετηρίας και άλλης ποιότητας.

Μακροπρόθεσμα, η δική μας συλλογικότητα οραματίζεται μια αναρχοκομμουνιστική κοινωνία. Μια κοινωνία ενεργή, χειραφετημένη και αυτοδιευθυνόμενη, η οποία θα λειτουργεί στη βάση της αλληλοβοήθειας, από τον καθένα ανάλογα με τις δυνατότητές του προς τους άλλους ανάλογα με τις ανάγκες τους. Μια κοινωνία όπου η κάλυψη των αναγκών και η λήψη αποφάσεων είναι συλλογική μέσα από κολλεκτίβες και κομμούνες. Μια κοινωνία οργανωμένη από τη βάση της, χωρίς κέντρα εξουσίας και ιεραρχικές δομές. Μια κοινωνία που θα αναγνωρίζει και θα σέβεται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε κομματιού της, χωρίς διακρίσεις. Μια κοινωνία στην οποία όλοι θα είναι ίσοι, ελεύθεροι να ικανοποιήσουν προσωπικές και συλλογικές επιθυμίες και ανάγκες, καλλιεργώντας ένα συλλογικό κοινωνικό έδαφος.

Εκ πρώτης όψεως η αναμέτρηση με την κυριαρχία θυμίζει κάτι από Δαβίδ και Γολιάθ, με την κοινωνία να φαντάζει εντελώς αδύναμη μπροστά στο τέρας με την υπεροπλία και τα think tanks, με το παρακράτος και τη μαφία, με τις δομές καταστολής, χειραγώγησης και εκφοβισμού. Παρ’ όλα αυτά, η πίστη μας στην επανάσταση και στον αγώνα δεν εφορμάται μόνο από τη δύναμη που δίνει το δίκαιο αλλά και από τη δύναμη της ιστορίας. Από τη δύναμη που μας δίνουν τα αδέρφια μας σε κάθε σημείο του πλανήτη και σε κάθε ιστορική στιγμή όπου κατάφεραν να πραγματώσουν την οργάνωση των από τα κάτω σε ένα ισχυρό μπλοκ αντεπίθεσης, αγωνιζόμενοι για έναν κόσμο ισότητας, ελευθερίας και αλληλεγγύης, από τα κομμουνιστικά κινήματα του μεσαίωνα, την ισπανική επανάσταση και τις εξεγερμένες ζαπατίστικες κοινότητες έως τους κούρδους αντάρτες στα απελευθερωμένα εδάφη της Συρίας. Με όπλο την αυτοοργάνωση και την αξιοπρέπεια προχωράμε τον αγώνα για την κοινωνική επανάσταση, τον κομμουνισμό και την αναρχία.

Πάτρα, Σεπτέμβριος 2016

Αναρχική Συλλογικότητα “Ατραπός”

Tο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης του κύκλου εκδηλώσεων με τίτλο “Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα” που πραγματοποιήθηκε στον αυτοδιαχειρίζομενο χώρο Επί Τα Πρόσω.

Πρώτες οργανωτικές προσπάθειες ελληνικού προλεταριάτου (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 21-26):

Η συγκέντρωση/οργάνωση της εργατικής τάξης δεν έγινε ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Η εργατική επαγγελματική συνείδηση, ενώ αρχίζει να σχηματίζεται από το 1875, αργεί πάρα πολύ να ενοποιήσει τις εργατικές δυνάμεις. Μεσολάβησε μισός αιώνας περίπου από τον καιρό που ιδρύθηκε το πρώτο εργατικό σωματείο ίσαμε το 1918 που ιδρύθηκε η Γενική Εργατική Συνομοσπονδία. Βασικές αιτίες υπήρξαν η έλλειψη μεγάλης βιομηχανίας και ο αργός ρυθμός καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας.

Ο πρώτος προλεταριακός πυρήνας σχηματίστηκε στη Σύρα (Ερμούπολη), η οποία ίσαμε το 1875 κρατούσε τα πρωτεία στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Στη Σύρα ιδρύθηκε το πρώτο εργατικό σωματείο το 1879 από εργάτες του ναυπηγείου Σύρου. Είναι η πρώτη προσπάθεια επαγγελματικής οργάνωσης, κατάργησης του 12ωρου εργασίας, καθορισμού ενός σταθερού ορίου στο ανεβοκατέβασμα των μεροκάματων. Περίπου τον ίδιο καιρό οργανώνονται και οι εργάτες των βυρσοδεψείων.

Στην Αθήνα, το 1882 οι τυπογράφοι ιδρύουν το πρώτο σωματείο τους. Στο καταστατικό τους προβλέπεται η προσφυγή σε γενική ή μερική απεργία και αναφέρονται ως προδότες οι απεργοσπάστες: διαγράφονται από το σωματείο, το όνομά τους δημοσιεύεται στην εφημερίδα του σωματείου και αναρτάται σε μαύρο πίνακα στα γραφεία του σωματείου.

Ωστόσο και οι εργοδότες οργανώνονται, σε αντίδραση των πρώτων βημάτων συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων. Ο πρώτος εργοδοτικός συνασπισμός ιδρύθηκε στην Αθήνα υπό το όνομα «Ένωσις των εργοστασιαρχών». Η πάλη των τάξεων έχει αρχίσει. Τα πρώτα σωματεία, οι πρώτες αυτές επαγγελματικές ενώσεις, δεν είχαν ούτε κατεύθυνση ούτε ανεπτυγμένη ταξική αλληλεγγύη. Ενεργούσαν καθεμία για λογαριασμό της (συντεχνιακή αντίληψη) και στηρίζονταν σε ένα πνεύμα φιλανθρωπίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι επιφανείς εργοδότες ή αντιδραστικοί δημσιογράφοι διορίζονταν πρόεδροι και γραμματείς στα εργατικά σωματεία. Στα περισσότερα ήταν γραμμένοι προϊστάμενοι και εργάτες μαζί.

Το ξύπνημα, οι πρώτες απεργίες (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 35-43):

Λαύριο (μεταλλωρύχοι, τέλη 19ου αιώνα-1906)

Η πρώτη απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου έγινε το 1883. Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Η δεύτερη έγινε το 1887. Τα χρόνια εκείνα οι μεταλλωρύχοι δεν ήταν καθόλου οργανωμένοι, ωστόσο τους έσπρωχνε το ταξικό τους ένστικτο μιας και δούλευαν 12-14 ώρες την ημέρα, παίρνανε μεροκάματο πείνας (2-3 δρχ.), ζούσαν σε τρώγλες, κάθε εβδομάδα σκοτώνονταν 2-3 εργάτες από τα φουρνέλα, χωρίς να δίνει πεντάρα τσακιστή η εταιρεία (Σερπιέρης) στις οικογένειές τους για αποζημίωση. Έκρυβαν τα πτώματα και τα έθαβαν κρυφά το βράδυ λακέδες της εταιρείας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα πρώτα αιτήματα ήταν: 1) αύξηση μεροκάματου, 2) να λάβει μέτρα η εταιρεία ώστε να μη σκοτώνονται εργάτες, 3) κατάργηση της δουλειάς τις Κυριακές. Η σημαντικότερη απεργία της εποχής εκείνης σημειώθηκε το 1896 (8-21 Απρίλη). Η εταιρεία προσπάθησε να την αποτρέψει φέρνοντας Ιταλούς και Καρυστινούς εργάτες, σπέρνοντας τη διχόνοια μεταξύ Κρητικών-Μανιατών (τοπικισμός) κτλ, ωστόσο η απεργία ξέσπασε. Η απεργιακή επιτροπή βρίσκεται αντιμέτωπη με τους φύλακες της εταιρείας που τους εμποδίζουν με τα όπλα στο χέρι. Σκοτώνεται ένας εργάτης, ο Καραφλιάς. Η μάχη αρχίζει, οι απεργοί ορμούν και σκοτώνουν όλους τους φύλακες, εκτός ενός. Ορμάνε και παίρνουν όλοι δυναμίτη από τις αποθήκες, η αποθήκη με το μπαρούτι ανατινάζεται, τα γραφεία καίγονται. Χωρίς οργάνωση, χωρίς ηγέτες, οι εργάτες εκδικούνται με επαναστατικά μέσα. Ο Σερπιέρης τρέπεται σε φυγή. Η κρατική τρομοκρατία δεν άργησε να ξεσπάσει: η κυβέρνηση έστειλε ιππικό, μια πυροβολαρχία, ευζώνους. Άρχισαν αμέσως συλλήψεις και ξυλοδαρμοί. Οι απεργοί μετρούσαν δύο νεκρούς και πολλούς τραυματίες, καθώς και 20 συλληφθέντες. Παρ’ όλα αυτά δεν χάνουν το θάρρος τους και κρατούν την απεργία για 15 μέρες, χωρίς να εμφανιστεί ούτε ένας απεργοσπάστης. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις η απεργία λύθηκε με αύξηση μεροκάματου μία πεντάρα, χωρίς δηλ. να αλλάξει κάτι ουσιαστικά. Έως το 1906 οι μεταλλωρύχοι δεν έκαναν άλλη κινητοποίηση. Στην απεργία αυτή μοιράστηκαν σοσιαλιστικές προκηρύξεις, αλλά η ταξική συνείδηση ήταν σε εμβρυώδη κατάσταση.

Η απεργία του 1906 ήταν η τέταρτη σε σειρά. Εκείνο το χρόνο οι μεταλλωρύχοι ίδρυσαν σωματείο, στο οποίο γράφτηκαν αμέσως 5000 άτομα. Ο Σερπιέρης, για να αυξήσει το κέρδος του, έφτιαξε ένα καινούριο μείγμα εκρηκτικών (για να μην πληρώνει φόρο στο τελωνείο για το εισαγόμενο μπαρούτι). Οι τραυματισμοί και οι θάνατοι εργατών αυξήθηκαν. Αιτήματα της απεργίας: αύξηση μεροκάματου, ταμείο συντάξεων, ιατρική περίθαλψη, στέγαση, μέτρα ασφαλείας, 8ωρο. Η κυβέρνηση στέλνει κατευθείαν στρατό και προβαίνει σε λευκά εντάλματα. Η απεργία κρατά 9 ημέρες, ωστόσο εισχωρούν αντεργατικά στοιχεία και διαλύεται. Όχι μόνο δεν κερδίζουν τίποτα αλλά η εταιρεία τους ζητά αποζημίωση. Άλλες απεργίες ακολούθησαν το 1910, 1919 και 1921.

Οι μεγάλες απεργίες στα χρόνια 1908-1918 (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 184-205)

Μέσα σε αυτή τη δεκαετία ξέσπασαν σχεδόν σε όλες τις πόλεις της χώρας μεγάλες εργατικές απεργίες. Αν και η συνδικαλιστική οργάνωση ήταν ακόμα σε πρώιμο στάδιο, το προλεταριάτο χρησιμοποίησε το όπλο της απεργίας για να βελτιώσει τους όρους της ζωής του.

Βόλος (καπνεργάτες 1909): Εκεί οργανώθηκαν πρώτοι σε σωματεία οι τυπογράφοι, οι καπνεργάτες και οι τσιγαράδες. Απεργία καπνεργατών 23/2/1909: δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί μέσα σε μπουντρούμια, οι περισσότεροι καταντούσαν φθισικοί. Αρχικά προσπαθούν να συνδιαλλαγούν με τους καπνεμπόρους, αλλά οι συνεννοήσεις ναυαγούν. Στις 2/3/1909 η απεργία εξελίσσεται σε επαναστατική διαμαρτυρία, όταν κυκλοφορεί η φήμη ότι αυξήθηκαν τα μεροκάματα κάποιων εργατών οι οποίοι πήγαν το πρωί για δουλειά. Οι καπνεργάτες εξορμούν στις αποθήκες και εξαναγκάζουν τους απεργοσπάστες να φύγουν, προκαλούν ζημιές στις αποθήκες. Καταφτάνουν χωροφύλακες και στρατιώτες, συλλαμβάνονται απεργοί και πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι απεργοί προσπαθούν να πάρουν πίσω τους συλληφθέντες, τρεις εργάτες τραυματίζονται από σφαίρες. Οι καπνεργάτες συνεχίζουν, άλλες συντεχνίες δηλώνουν ότι θα ενισχύσουν τον αγώνα τους. Οι καπνεργάτες υποχωρούν, οι εργάτες δικαιώνονται. Στις 27/3 αποφυλακίζονται οι συλληφθέντες. Καπνεργατική απεργία είχε ξεσπάσει στις 9/3/1909 και στην Καρδίτσα. Και αυτή λύθηκε με επιτυχία.

Όμως μέσα σε ένα χρόνοι οι εργοδότες θέλησαν να επαναφέρουν το παλιό καθεστώς της 12ωρης εργασίας και του μεροκάματου πείνας. Οι εργάτες κατεβαίνουν και πάλι σε απεργία, στις 10/2/1910, για τρεις εβδομάδες και πετυχαίνουν να κρατήσουν όσα είχαν κερδίσει.

Στις αρχές του 1911 ξεσπάει τρίτη καπνεργατική απεργία, ωστόσο, ενώ κράτησε κοντά ένα μήνα, υποχωρούν οι καπνεργάτες αυτή τη φορά. Ζητούσαν 8ωρο, υγιεινά εργοστάσια, ιατρική περίθαλψη κτλ.

Πειραιάς (ναυτοθερμαστές 1910): Παρά την ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, τίποτα δεν έγινε για την καλυτέρευση της ζωής των εργατών που δούλευαν στα εμπορικά καράβια. Μεγάλη καταπίεση, λίγη τροφή, πολλές ώρες δουλειάς. Στην αρχή προσπάθησαν με το καλό να τους δοθεί λίγο φαγητό παραπάνω και να δουλεύουν κάπως λιγότερο, αλλά οι εφοπλιστές δεν άκουγαν τίποτα. Ετοιμάστηκαν να κηρύξουν απεργία ζητώντας τροφή καλή και κανονισμό δουλειάς (καθορισμό ωρών εργασίας). Τα αιτήματα έγιναν «κατ’ αρχήν» δεκτά, υπό τον όρο να διαλύσουν το σωματείο τους. Οι ναυτεργάτες αρνήθηκαν και η απεργία ξέσπασε τον Μάρτη 1910. Πρωθυπουργός την εποχή εκείνη ήταν ο Στ. Δραγούμης, ο ίδιος που αιματοκύλισε στο Κιλελέρ τους αγρότες. Αμέσως θέλησε να δείξει ότι είναι με την πλευρά του νεαρού ελληνικού κεφαλαίου και πήρε μέτρα για το σπάσιμο της απεργίας, στέλνοντας στα δεμένα εμπορικά πλοία ναύτες από το πολεμικό ναυτικό. Τότε αποφάσισαν τα εργατικά σωματεία της Αθήνας να γίνει κοινό συλλαλητήριο για να ενισχύσουν την απεργία των ναυτοθερμαστών του Πειραιά. Στις 9/4/1910 ανέβηκαν στην Αθήνα κοντά 2000 απεργοί και ενώθηκαν με 1000 περίπου εργάτες αθηναίους. Κατευθύνονται έξω από το σπίτι του Δραγούμη. Αυτός επιφυλάσσεται και καλά να απαντήσει αύριο, οι απεργοί μανιάζουν, η αστυνομία καλεί χωροφύλακες και στρατό, κάτι που ερεθίζει περαιτέρω τους εργάτες. Ένας απεργός αρπάζει από τα χέρια ενός χωροφύλακα το γκρα, ακολουθούν κι άλλοι, ρίχνουν πέτρες στο σπίτι του Δραγούμη. Ο πρωθυπουργός βλέποντας το μανιασμένο πλήθος δηλώνει ότι δέχεται τα αιτήματα των απεργών και ότι θα διατάξει να αποσυρθούν οι ναύτες του πολεμικού ναυτικού.

Πειραιάς (τσιγαράδες 10/5/1910): Ο Βάρκας καταργεί τα χειροποίητα τσιγάρα και φέρνει σιγαροποιητικές μηχανές, αρκετοί εργάτες μένουν στο δρόμο. Και άλλοι καπνοβιομήχανοι σκοπεύουν να κάνουν το ίδιο. Στις 17/5 οι απεργοί τσιγαράδες κάνουν έφοδο και σπάνε τις μηχανές των εργοστασίων. Για 2-3 μέρες ο Πειραιάς και η Αθήνα στρατοκρατείται υπό τον φόβο νέων ταραχών. Ακολουθώντας την ανάλυση του Γκραβ και άλλων αναρχικών, πίστεψαν ότι εχθρός δεν είναι η καπιταλιστική τάξη αλλά η τεχνολογική εξέλιξη και, όπως συνέβη κι αλλού, τα έβαλαν με τα άψυχα μηχανήματα. Τέτοιες αντιλήψεις είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, διότι εχθρός του εργάτη είναι ο εκμεταλλευτής εργοδότης του και εχθρός της τάξης του ο καπιταλισμός, και όχι η τεχνολογική εξέλιξη.

Αθήνα (τραμβαγέρηδες=τροχιοδρομικοί 1911): Το σωματείο των τραμβαγέρηδων ιδρύθηκε το 1909. Τον ίδιο κιόλας χρόνο κατέβηκε σε απεργία ενάντια στις αυθαιρεσίες της Εταιρείας Τροχιοδρόμων, τα χαμηλά μεροκάματα, τις πολλές ώρες δουλειάς (15 ώρες +), το γεγονός ότι τους έβαζαν να κάνουν αγγαρείες στα σπίτια των μεγαλοϋπαλλήλων της εταιρείας. Κατάφεραν να κερδίσουν 10ωρο και κανονισμό μισθολογίου, με τίμημα το θάνατο ενός εργάτη. Ωστόσο χρειάστηκε δεύτερη απεργία πολύ σύντομα για να διατηρήσουν ό,τι είχαν κερδίσει. Δύο χρόνια μετά, το 1911, η εταιρεία αποφασίζει να διαλύσει το δραστήριο σωματείο. Οι εργάτες απαντούν με απεργία στις 21/1, η κίνηση σταματά ολότελα. Την τρίτη μέρα η εταιρεία προσπαθεί να βάλει μπροστά κάποια τραμ με απεργοσπάστες, ωστόσο οι απεργοί είχαν ενημερωθεί και είχαν από το πρωί μπλοκάρει το αμαξοστάσιο μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Η κυβέρνηση στέλνει στρατό, αλλά οι απεργοί μένουν στη θέση τους. Την επομένη έρχεται μια ομάδα σοσιαλιστών τσιγαράδων και αρβυλοεργατών σε ταξική αλληλεγγύη. Ενώ ο Βενιζέλος δέχεται πιέσεις από τον Τύπο και τους μεγαλοαστούς να δράσει δυναμικά, ο ίδιος επιλέγει να χτυπήσει με πλάγιο τρόπο την απεργία. Στέλνει τον Θεοδωρόπουλο να βρει τους απεργούς και να δώσει υποσχέσεις. Οι απεργοί παρασύρονται και εμπιστεύονται στον Θεοδωρόπουλο να μεσολαβήσει στις διαπραγματεύσεις με την εταιρεία και την κυβέρνηση. Ο Βενιζέλος είναι κατηγορηματικός: πρώτα πρέπει να σταματήσει η απεργία και μετά θα ασκήσει δήθεν όλη την επιρροή του για να γίνουν δεκτά τα αιτήματα προς την εταιρεία. Οι απεργοί αντιδρούν και εκδίδονται άμεσα πολλά εντάλματα για συλλήψεις. Μεσάνυχτα, πολύ κρύο, χιόνι, αλλά οι απεργοί παραμένουν στις θέσεις τους. Πέφτουν πυροβολισμοί από τους χωροφύλακες, οι απεργοί χτυπάνε την καμπάνα και σημαίνουν συναγερμό. Η Πειραιώς γεμίζει με κόσμο, φωνές. Η μάχη αρχίζει, στήνονται οδοφράγματα. Ζήτω η απεργία, ακούγεται από τη μία, πυρ, από την άλλη. Οι απεργοί περικυκλώνονται από το στρατό, ωστόσο ανταποδίδουν τα πυρά. Σπάνε τον κλοιό και τραβούν για τα γραφεία του σωματείου τους. Τότε το ιππικό κάνει επέλαση. Μετά από σθεναρή αντίσταση υποχωρούν, μα δεν παραδίδονται. Αρχίζει το κυνηγητό και οι συλλήψεις. Η απεργία λύνεται την επόμενη μέρα, στις 26/1. Κανένας απεργός δεν απολύεται, από την άλλη ούτε και οι απεργοί καταφέρνουν να πετύχουν τις διεκδικήσεις τους. Ουσιαστικά δεν νικάει κανείς, ωστόσο είναι ένα βάφτισμα στους ταξικούς αγώνες. Υπό την πίεση της εταιρείας, το σωματείο φαινομενικά διαλύεται κάποια στιγμή αργότερα, αλλά ξανασυστήνεται μυστικά. Το 1913, όταν ξεσπάει εκ νέου απεργία, η εταιρεία καταφέρνει να την σπάσει χρησιμοποιώντας την προδοσία.

Καβάλα (καπνεργάτες 1914, εξελίχτηκε σε παγκαπνεργατική σε όλη τη Μακεδονία). Τον Μάρτη 1914 ξεσπά μεγάλη καπνεργατική απεργία στην Καβάλα. Σε λίγο εξαπλώνεται και στη Θες/νίκη και στην υπόλοιπη Μακεδονία. Κρατάει 8 ημέρες. Οι απεργοί χτυπιούνται με έφιππους χωροφύλακες στους δρόμους και έξω από τις καπναποθήκες. Μπροστά στη συνοχή και τη μαχητικότητα των εργατών, οι καπνέμποροι υποχωρούν και δέχονται όλα τα αιτήματα των απεργών. Η επιτυχία της παραπάνω απεργίας είχε ως αποτέλεσμα να ενωθούν τα δύο καπνεργατικά σωματεία που υπήρχαν τότε στη Θεσσαλονίκη και να δημιουργηθούν στέρεοι δεσμοί αλληλεγγύης ανάμεσα στους καπνεργάτες. Τα Σοσιαλιστικά Κέντρα Αθήνας-Πειραιά καταγγέλλουν γραπτώς την καταστολή που δέχτηκαν οι απεργοί και, μεταξύ άλλων, αποφασίζουν με ψήφισμα να τους στείλουν χρηματική βοήθεια και….200 μανιφέστα Μαρξ και Έγκελς.

Σέριφος (μεταλλωρύχοι 1916): Ανήκει στη σειρά των απεργιών που τις χαρακτηρίζει το αυθόρμητο ξέσπασμα και όχι η συνειδητή ταξική αντίληψη. Ξέσπασε τον Αυγ. 1916 και θυμίζει τις απεργίες του Λαυρίου την περίοδο 1885-1906. Οι εργάτες των μεταλλείων Μεγάλου Λειβαδίου στη Σέριφο ίσαμε το 1916 ήταν εντελώς ανοργάνωτοι. Τον Ιούνιο 1916 αποφάσισαν να οργανωθούν και να ιδρύσουν επαγγελματικό σωματείο. Κάλεσαν επί τούτου τον εργάτη Κ. Σπέρα από την Αθήνα να τους βοηθήσει. Όταν ολοκληρώθηκε η προεργασία, η οργανωτική επιτροπή κάλεσε τους εργάτες σε γενική συνέλευση να εγκρίνουν το καταστατικό. Στις 24/7 η γενική συνέλευση των 460 μεταλλωρύχων εγκρίνει ομόφωνα το καταστατικό και τη δημιουργία ταμείου αλληλοβοήθειας. Στην ίδια συνέλευση αποφασίστηκε να ζητήσει η προσωρινή επιτροπή από την εταιρεία να δεχτεί κάποια αιτήματα. Η εταιρεία, αντί να απαντήσει στο έγγραφο υπόμνημα, σταμάτησε τις δουλειές προκειμένου να αναγκάσει τους εργάτες να υποκύψουν μπροστά στο φάσμα της πείνας. Τον Αύγουστο ξεσπάει απεργία. Για 15 μέρες καταργείται κάθε μορφή εξουσίας στο νησί, εκλέγονται επιτροπές από εργάτες και κατοίκους που έχουν ενωθεί με τους απεργούς. Ύστερα από λίγες μέρες στάλθηκε στρατός στη Σέριφο, καταφθάνει επίσης ο υπομοίραρχος Χρυσάνθου που απευθύνεται με βρισιές και απειλές στην επιτροπή των απεργών. Η προκλητική του στάση εξαγριώνει τους απεργούς, και σύντομα ξεσπά αιματηρή μάχη μεταξύ απεργών και χωροφυλακής. 34 απεργοί τραυματίζονται και 4 σκοτώνονται. Από τους αστυνομικούς σκοτώνονται 3 και τραυματίζονται 20. Οι «υπεύθυνοι» συλλαμβάνονται και δικάζονται, ωστόσο οι απεργοί έχουν κερδίσει το 8ωρο.

Προσπάθειες για τη συγκρότηση ενός κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 267-8)

Η ίδρυση της Πανελλήνιας Εργατικής Ομοσπονδίας τον Δεκ. 1911, με πρωτοβουλία του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, ήταν η πρώτη απόπειρα για τη συνένωση όλων των εργατικών οργανώσεων της χώρας σε μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε και η Πανελλήνια Εργατική Ομοσπονδία περιορίστηκε στα χαρτιά και στις σφραγίδες, και έσβησε σιγά σιγά κάτω από την αδιαφορία των εργατικών οργανώσεων. Από την ίδρυσή της κιόλας είχε μέσα της το σαράκι του μαρασμού. Αποκλείστηκαν από το ιδρυτικό της συνέδριο οι σοσιαλιστές, ενώ αντίθετα πήραν μέρος ακόμα και «προσωπικότητες» των εργοδοτών.

Άλλη μια τέτοια απόπειρα έγινε το 1914, αμέσως μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Την πρωτοβουλία την πήραν οι οργανωμένοι καπνεργάτες, οι οποίοι κάλεσαν στην Αθήνα μια συνδιάσκεψη με αυτό το σκοπό. Εκεί πάρθηκαν μεν αποφάσεις, αλλά δεν μπόρεσαν να εφαρμοστούν. Οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες για μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση.

Τρίτη απόπειρα έγινε το 1916, με πρωτοβουλία του Εργατικού Κέντρου Πειραιά. Ούτε αυτή πέτυχε.

Παράλληλα με τις προσπάθειες συνένωσης συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων εκδηλώθηκαν προσπάθειες για την ενοποίηση σοσιαλιστικών ομάδων.

Ίσαμε το 1916 η συνδικαλιστική οργάνωση του ελληνικού προλεταριάτου είχε προχωρήσει με πολύ αργό ρυθμό. Στο βαθμό που μπορούμε να εμπιστευτούμε τα στατιστικά στοιχεία της εποχής, τα εργατικά σωματεία σε όλη την Ελλάδα το 1917 δεν ήταν περισσότερα από 200. Το 1918 γίνονται 320, αντιπροσωπεύοντας κάπου 100,000 εργάτες. Ο αριθμός δεν είναι μικρός για μια χώρα κατά βάση αγροτικά, αλλά η εργατική τάξη δεν έπαιξε την περίοδο αυτή το ρόλο που έπρεπε στην πολιτική ζωή της χώρας. Η αιτία είναι πως μονάχα ένα μικρό ποσοστό από τους εργάτες είχε διαμορφώσει ταξική συνείδηση, ενώ η πλειοψηφία ακολουθούσε τα αστικά κόμματα.

(πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σελ. 289-293)

Με το ξέσπασμα του Α’ Π.Π. οι εργάτες, όπως και αγρότες και μικροαστοί, παρασύρθηκαν από την πολιτική ουδετερότητα των αντιβενιζελικών (η οποία δεν ήταν βέβαια πολιτική ενάντια στον πόλεμο, αλλά φιλογερμανική) και ψήφισαν τους αντιπάλους του Βενιζέλου, τους κωσταντινικούς. Μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό πέφτει στους ώμους των ελλήνων σοσιαλιστών που δείξανε παθητική στάση. Τα εργατικά σωματεία από την αρχή του πολέμου έως το 1917 αντανακλούν την κόντρα βενιζελικών-αντιβενιζελικών. Ωστόσο μια σειρά σημαντικών γεγονότων (χωρισμός κράτους σε βενιζελικό-φιλοανταντικό και κωνσταντινικό-φιλογερμανικό, η επιστράτευση, η εισβολή γερμανών-βουλγάρων στην Αν. Μακεδονία κτλ) είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην εργατική τάξη. Το έδαφος γίνεται πιο πρόσφορο για τη σοσιαλιστική ιδεολογία, προπαντός στα αστικά κέντρα. Βεβαίως σημαντικό ρόλο έπαιξε και η Οκτωβριανή Επανάσταση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα ο σοσιαλισμός σε όλες τις χώρες να σημειώσει άνοδο και να ασκήσει βαθιά επίδραση.

Ίδρυση ΓΣΕΕ (πηγή: Wikipedia)

Η ΓΣΕΕ ιδρύθηκε το 1918 μετά από συνέδριο που έγινε τον Οκτώβριο (21-28) του ίδιου έτους στην Αττική. Αναφέρεται ότι σε αυτό το πρώτο και καθοριστικό συνέδριο συμμετείχαν «214 σωματεία με 180 αντιπροσώπους που αντιπροσώπευαν 65.000 οργανωμένους εργάτες». Πρώτος γενικός γραμματέας της εξελέγη ο Ευάγγελος Μαχαίρας, που υποστήριζε το Βενιζελικό κόμμα, το οποίο είχε και την εξουσία στη διοίκηση. Πέρα από τους βενιζελικούς, άλλες κυρίαρχες τάσεις στο πρώτο συνέδριο ήταν οι σοσιαλιστές και οι αναρχοσυνδικαλιστές. Αμέσως μετά πραγματοποιήθηκε το πρώτο πανελλήνιο σοσιαλιστικό συνέδριο (Νοεμ. 1918) το οποίο έληξε με την ίδρυση του ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας), προδρόμου του ΚΚΕ.

(πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. 27)

Το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ, όπως και του ΣΕΚΕ, πραγματοποιήθηκαν κάτω από συνθήκες τρομοκρατίας και στρατιωτικού νόμου. Ο Βενιζέλος όχι μόνο τα επέτρεψε αλλά παρείχε και κάθε ευκολία, γιατί υπολόγιζε να τα χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς. Στα δύο αυτά ιδρυτικά συνέδρια δεν προηγήθηκε καμία σοβαρή συζήτηση πάνω σε αρχές και σκοπούς. Τα μόνα εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδηθούν ήταν προσωπικές διαφορές ανάμεσα σε παράγοντες. Στο συνέδριο της ΓΣΕΕ πήραν μέρος 200 περίπου αντιπρόσωποι, αντιπροσωπεύοντας 70-80,000 εργάτες. Δίχως σοβαρές αντιρρήσεις αναγνωρίζεται από το συνέδριο η αρχή της πάλης των τάξεων (δηλ. ότι οι εργάτες αποτελούν ξεχωριστή και αντίθετη από τους καπιταλιστές τάξη και ότι θα υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους με πάλη και όχι με συνεργασία με αυτούς). [Σημειώνεται ότι εκείνη την εποχή στα πρώτα άρθρα πολλών καταταστατικών συνδικάτων γραφόταν ότι η σημαία του συνδικάτου είναι η κόκκινη σημαία της παγκόσμιας εργατικής τάξης και επίσημη γιορτή η διεθνής κόκκινη Πρωτομαγιά.] Η μεγάλη πλειοψηφία στο συνέδριο κάνει επίσης δεκτή την αρχή ότι τα συνδικάτα πρέπει να μείνουν έξω από κάθε αστική επιρροή. Αυτό μάλλον είχε την έννοια ότι οι εργάτες πρέπει να δημιουργήσουν δικό τους πολιτικό κόμμα. Ενάντια σε αυτή την αρχή αντέδρασε πολύ έντοντα μια μικρή ομάδα αναρχοσυνδικαλιστών από τους Σπέρα, Κουχτσόγλου, Φανουράκη που υποστήριξε ότι το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να προφυλάξει τον εαυτό του όχι μόνο από την αστική επιρροή αλλά επίσης από την πολιτική επιρροή σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Η πρώτη εκτελεστική επιτροπή απαρτίζεται και από φιλελεύθερους, και αναπόφευκτα πολύ γρήγορα διασπάται.

Το δεύτερο συνέδριο της ΓΣΕΕ έγινε στην Αθήνα τον Σεπτέμβρη του 1920. (Ήταν αυτό που καλέστηκε από μέλη του ΣΕΚΕ, ενώ οι βενιζελικοί είχαν καλέσει συνέδριο στον Πειραιά. Η μεγάλη πλειοψηφία των συνδικάτων πήγε στην Αθήνα, οπότε αυτό το συνέδριο αναγνωρίστηκε για συνέδριο της ΓΣ). Σε αυτό υπάρχουν πλέον δύο τάσεις: η μεγάλη πλειοψηφία (μέλη και οπαδοί του ΣΕΚΕ) και μια μικρή αναρχοσυνδικαλιστική ομάδα (Σπέρας κτλ). Αυτό το συνέδριο αναγνώρισε το ΣΕΚΕ σαν τον μοναδικό πολιτικό εκπρόσωπο της εργατικής τάξης και αποφάσισε την αμοιβαία αντιπροσώπευση στα κεντρικά και τοπικά όργανα (δηλ. στις συνεδριάσεις της ΚΕ του ΣΕΚΕ να συμμετέχει αντιπρόσωπος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΓΣΕΕ και τούμπαλιν, το ίδιο και στις επαρχίες, ανάμεσα στα Εργατικά Κέντρα και στις περιφερειακές κομματικές οργανώσεις). Εναντίον αυτής της απόφασης μίλησε με πείσμα και σφοδρότητα ο Σπέρας, ο οποίος υποστήριξε την αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος και με επιμονή στάθηκε στους κινδύνους που απειλούν την εργατική τάξη από αυτή την ουσιαστικά κηδεμονία της από το ΣΕΚΕ.

Στο δεύτερο συνέδριο του ΣΕΚΕ (Απρ. 1920) αποφασίζεται η προσχώρηση στην Κομμουνιστική Διεθνή. Τότε προστίθεται στον τίτλο το κομμουνιστικό, πλάι στο σοσιαλιστικό-εργατικό (δηλ. ΣΕΚΕ(Κ)).

(πηγή: Wikipedia)

Στο τρίτο συνέδριό του, το Νοέμβρη του 1924, το ΣΕΚΕ(Κ) – ΣΕΚΕ(Κομουνιστικό) – μετονομάστηκε σε «ΚΚΕ (ΕΤΚΔ) (Ελληνικό Τμήμα Κομμουνιστικής Διεθνούς)» και αποδέχτηκε πλήρως τους όρους και τις αποφάσεις της ΚΔ, αρχίζοντας μια διαδικασία προσαρμογής του χαρακτήρα του στα πρότυπά της, που ονομάστηκε «μπολσεβικοποίηση». Η νέα ηγετική ομάδα θα προβεί στη διαγραφή των μελών της ιδρυτικής γενιάς του ΣΕΚΕ (Αβραάμ ΜπεναρόγιαΝίκος Δημητράτος, κ.ά.) χαρακτηρίζοντάς τους οπορτουνιστές. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1923, μια ομάδα μελών του ΣΕΚΕ που συντάχθηκε αργότερα με το διεθνές τροτσκιστικό ρεύμα αποχώρησε δημιουργώντας την ομάδα των Αρχειομαρξιστών. Ονομάστηκαν έτσι επειδή εξέδιδαν το περιοδικό “Αρχείον Μαρξισμού”.

Φεντερασιόν (πηγή: Γ. Κορδάτος, «Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος», Ζ’ έκδοση, εκδ. Μπουκουμάνη, σ. 236-258):

Η Θεσσαλονίκη είχε μακρά σοσιαλιστική παράδοση. Ακολουθεί μια σύντομη ανασκόπηση της ίδρυσης της Φεντερασιόν, η οποία από το 1913 έως το 1918 παίζει σπουδαίο ρόλο στο εργατικό κίνημα.

Η ίδρυση της Φεντερασιόν σχετίζεται με τη νεοτουρκική επανάσταση (1908) που οργανώθηκε και ξέσπασε στη Θες/νίκη. Οι πολιτικές ελευθερίες που προκύπτουν από το κίνημα των νεότουρκων αφενός ξυπνούν στις εθνικές μειονότητες το αίσθημα της ανεξαρτησίας, αφετέρου ξυπνάνε και το εργατικό στοιχείο. Εκείνο το διάστημα άρχισαν να γίνονται εργατικές διαδηλώσεις, με νταούλια και ζουρνάδες, καθώς και απεργίες στις οποίες οι εργάτες όλων των εθνικοτήτων διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες. Οι απεργίες αυτές ήταν αρχικά με μουσική και ζητωκραυγές υπέρ του νεοτουρκικού κομιτάτου, το οποίο συγκέντρωνε τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, και στο οποίο υπέβαλλαν τα αιτήματά τους οι απεργοί. Πότε με υποσχέσεις πότε με κάποια μικρή αύξηση το κομιτάτο εύκολα σταματούσε τις κινητοποιήσεις. Όταν όμως οι απεργοί άρχισαν να γίνονται πιο απαιτητικοί, τότε άρχισε να ενοχλείται από τις απεργίες και πρότεινε στους εργάτες να φτιάξουν «ταμεία αλληλοβοήθειας». Έτσι άρχισαν να ιδρύονται ταμεία, οι έλληνες είχαν το δικό τους, οι εβραίοι και οι τούρκοι το ίδιο. Αυτά τα ταμεία ήταν σαν συντεχνίες, χωρίς καμία επαφή μεταξύ τους. Σιγά σιγά όμως το εργατικό κίνημα αρχίζει να επηρεάζεται από τις σοσιαλιστικές ιδέες και εβραίοι εργάτες προτείνουν την ίδρυση μεικτών, διεθνών σωματείων καθώς και την ίδρυση μιας Πανεργατικής Λέσχης. Μόνο εβραίοι δείχνουν ενδιαφέρον, ιδίως οι έλληνες δεν δίνουν την παραμικρή σημασία.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Α. Μπεναρόγια, η κατάσταση άλλαξε όταν ήρθαν στην πόλη κάποιοι Βούλγαροι σοσιαλιστές, οι οποίοι προπαγάνδισαν την ιδέα σύνδεσης όλων των εργατικών δυνάμεων της Θες/νίκης σε μία σοσιαλιστική οργάνωση. Η ιδέα αυτή καρποφόρησε γρήγορα χάρη στην κινητοποίηση εβραίων ως επί το πλείστον. Έμβλημα της λέσχης ήταν ένα χέρι εργάτη που κρατούσε σφυρί. Η λέσχη ανέπτυξε πλούσια δράση και έτσι κατάφερε να αποσπάσει τα ισραηλιτικά εργατικά ταμεία αλληλοβοήθειας από την αστική «Λέσχη των Φίλων». Μιλούσε για την πάλη των τάξεων, το σοσιαλισμό και τη διεθνή οργάνωση των προλεταρίων. Γιόρτασε την Πρωτομαγιά του 1909 δημόσια, κάτι που προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στη Θες/νίκη.

Το 1909, με προκήρυξη σε τέσσερις γλώσσες (τουρκικά, ελληνικά, βουλγαρικά και ισπανοεβραϊκά) η Ισραηλιτική Εργατική Λέσχη αναγγέλλει ότι μετατρέπεται σε ισραηλιτικό τμήμα της υπό ίδρυση Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας, και καλεί τους υπόλοιπους σοσιαλιστές να ιδρύσουν τα αντίστοιχα τμήματα ελλήνων, τούρκων, βουλγάρων κτλ. Έτσι ιδρύεται η Σοσιαλιστική Ομοσπονδία ή αλλιώς Fédération Socialiste η οποία συνενώνει τις σοσιαλιστικές δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την ίδρυσή της αμέσως προσελκύει τα περισσότερα από τα ταμεία αλληλοβοήθειας τα οποία αναδιοργανώνονται σε επαγγελματικά σωματεία. Διαφορετικές απόψεις για το αν θα έπρεπε αντ’ αυτής να φτιαχτεί ένα ενιαίο σοσιαλιστικό κόμμα (κυρίως από βούλγαρους σοσιαλιστές) απείλησαν την ύπαρξη της Φεντερασιόν. Επίσης ποτέ δεν φτιάχτηκε ελληνικό ή τουρκικό τμήμα. Οι έλληνες εργάτες δεν θέλησαν να δυσαρεστήσουν του ομοεθνείς τους αποχωρώντας από τον Πολιτικό Σύνδεσμο. Μεταξύ άλλων, η Φεντερασίον εξέδωσε την πρώτη σοσιαλιστική εφημερίδα Θες/νίκης «Εφημερίς των Εργατών», αρχικά σε 4 γλώσσες και κατόπιν σε δύο. Επίσης πέτυχε την ένωση κάποιων εθνικών σωματείων σε επαγγελματικά σωματεία.

Υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες για το αν η Φεντερασιόν όντως συνδέθηκε με τη Διεθνή ή όχι. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φεντερασιόν δέχτηκε σφοδρή κριτική, όπως και ο Μπεναρόγιας, από διάφορους σοσιαλιστές για την τακτική της (π.χ. τμηματοποίηση και οργάνωση με βάση την εθνότητα).

Όταν κηρύχτηκε ο βαλκανικός πόλεμος η Φεντερασιόν δημοσίευσε στην Εργατική Αλληλεγγύη μια προκήρυξη που υπέγραφαν όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα της βαλκανικής ενάντια στον πόλεμο. Με αφορμή αυτό οι νεότουρκοι σταμάτησαν την κυκλοφορία της, ωστόσο σύντομα εξέδωσε το Αβάντι (από το 1915 καθημερινό σοσιαλιστικό φύλλο στην εβραϊκή γλώσσα).

Με τους βαλκανικούς πολέμους 1912-13 χαλάρωσαν οι σοσιαλιστικές ζυμώσεις της Παλιάς Ελλάδας. Οι περισσότεροι σοσιαλιστές επιστρατεύθηκαν και τα Σοσιαλιστικά Κέντρα ερήμωσαν. Επίσης στην Παλιά Ελλάδα ένα κύμα εθνικισμού παρέσυρε τα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη. Στη Θες/νίκη, όμως, όπου ο πληθυσμός ήταν ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, η σοσιαλιστική προπαγάνδα δεν έπαψε. Η Φεντερασιόν συνέχισε τη δουλειά της, κάτι που της προσέδωσε κύρος.

(πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. 42-52)

Όταν η Θες/νίκη εντάχθηκε στο ελληνικό κράτος η Φεντερασιόν πήρε αμέσως πρωτοβουλία για τη συνένωση όλων των σοσιαλιστικών ομάδων της χώρας και τη δημιουργία ενός ενιαίου σοσιαλιστικού κόμματος. Στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος οι αντιπρόσωποί της στάθηκαν στο κέντρο, ανάμεσα στις αριστερές και δεξιές τάσεις. Η πλειοψηφία των μελών της ήταν τότε εβραίοι εργάτες και διανοούμενοι, επηρεασμένοι από τις ρεφορμιστικές ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας και από τις δημοκρατικές παραδόσεις του παλιού εργατικού κινήματος.

Με την δημιουργία του ΣΕΚΕ, η Φεντερασιόν παύει τυπικά να υπάρχει σαν αυτοτελής οργάνωση της εργατικής τάξης. Θα αποτελέσει από εδώ και πέρα το τμήμα Θεσσαλονίκης του ΣΕΚΕ. Έκτοτε άρχισαν να προσχωρούν και αρκετοί έλληνες εργάτες, κυρίως τσιγαράδες και καπνεργάτες. Συνεργάζεται στενά με το Εργατικό Κέντρο Θες/νίκης και εκεί διατηρεί τα γραφεία της.

Θες/νίκη ’20-’21

Τα τέλη του ’20 και αρχές ’21 είχαν συγκεντρωθεί πολλοί κομμουνιστές από άλλες πόλεις στη Θες/νίκη. «Ήταν η καρδιά του κινήματος και μας τραβούσε σαν μαγνήτης», γράφει ο Στίνας. Το κτίριο του Εργατικού Κέντρου κάθε βράδυ πλημμύριζε από εργάτες και παντού ακούγονταν συζητήσεις με πάθος και συντροφικότητα για το κίνημα. Το Αναγνωστήριο ήταν γεμάτο με εργάτες/τριες που μελετούσαν. Σε έναν πίνακα γράφονταν οι νίκες του Κόκκινου Στρατού. Σε όλες τις εβραϊκές συνοικίες υπήρχαν όμιλοι και κάθε βράδυ γίνονται διαλέξεις.

Η ταξική συνείδηση των εργατών της Θες/νίκης ήταν μεγάλη: οι περισσότεροι εργάτες της πόλης ήταν οργανωμένοι σε συνδικάτα. Οι τσιγαράδες και καπνεργάτες ήταν όλοι ενεργά μέλη του συνδικάτου και ακόμα δεν υπήρχε ανάμεσά τους οπαδός αστικού κόμματος, ήταν κομμουνιστές, σοσιαλιστές και αναρχικοί (κυρίως οι τσιγαράδες), αλλά προ παντός εργάτες με υψηλή ταξική συνείδηση και αλληλεγγύη. Υπήρχε τότε μια μεγάλη ανοχή για τις διάφορες τάσεις μέσα στο εργατικό κίνημα και αλληλεγγύη μεταξύ τους, παρά τις διαφωνίες τους, ενάντια στους αστούς/μικροαστούς. Οι εργάτες είχαν εμπιστοσύνη στη διοίκηση του συνδικάτου και πειθαρχούσαν, διότι οι ίδιοι ελεύθερα την είχαν εκλέξει. Για τα σοβαρά ζητήματα αποφάσιζε ούτως ή άλλως η συνέλευση. Το εργατικό κέντρο δεχόταν καθημερινά επιθέσεις από βασιλικούς μπράβους, που περνούσαν με αμάξια, έβριζαν και πυροβολούσαν, αλλά τρέπονταν σε φυγή όταν κατέβαιναν οι εργάτες.

Για να αντιληφθούμε το κλίμα της εποχής, όταν η αγγλική κυβέρνηση υποσχέθηκε στους εβραίους στον Α’ Π.Π. ότι αυτή θα τους αποκαταστήσει στη γη των πατέρων τους, η Συναγωγή της Θες/νίκης κάλεσε τους εβραίους της πόλης να γιορτάσουν. Το απόγευμα όμως μάζες εβραίων εργατών και διανοούμενων κατέκλυσαν τους δρόμους με κόκκινες σημαίες φωνάζοντας: «Όχι στο κράτος του Ισραήλ, αλλά στην παγκόσμια σοσιαλιστική κοινωνία», «Ζήτω η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση», «Κάτω ο σιωνισμός». Ένα άλλο περιστατικό: Σε μια προσπάθεια πογκρόμ εναντίον εβραίων, οι σάλπιγγες του Εργατικού σήμαναν συναγερμό και χιλιάδες εργάτες μαζεύτηκαν ευθύς, οπλισμένοι με ό,τι βρήκαν μπροστά τους, και με πανώ «Κάτω τα χέρια από τους εβαίους» κινήθηκαν απειλητικά προς τους πογκρομιστές. Όχι μόνο στη Θες/νίκη αλλά και σε πολλές άλλες χώρες η αναλογία των εβραίων στα σοσιαλιστικά/κομμουνιστικά κόμματα ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αναλογία τους στον γενικό πληθυσμό. Σημειώνεται ότι οι μεγαλύτεροι θεωρητικοί του μαρξισμού, Μαρξ, Λούξεμπουργκ, Τρότσκυ κ.ά. ήταν εβραίοι.

Σημαντικές απεργίες τη δεκαετία του ’20 (πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. 36-40)

Το γεγονός ότι ο Βενιζέλος ναι μεν έχασε τις εκλογές του Νοεμβ. 1920 αλλά τον πόλεμο στη Μικρασία τον συνέχισαν οι μοναρχικοί, έχει ως αποτέλεσμα να αρχίσουν να σβήνουν οι αυταπάτες και ο φανατισμός της διάκρισης σε βενιζελικούς και βασιλικούς, διάκριση που τόσο μπέρδευε και δρούσε ανασταλτικά στους ταξικούς αγώνες. Οι μάζες αρχίζουν να συγκεντρώνονται κάτω από τις ταξικές τους σημαίες. Το 1921 είναι πλούσιο σε αγώνες με σαφή ταξικό χαρακτήρα. Σημειώνεται η απεργία των ναυτεργατών: μόλις οι ναυτεργάτες από τα πλοία που έμπαιναν στο λιμάνι του Πειραιά έβλεπαν την ειδική σημαία στα γραφεία της Ναυτεργατικής Ομοσπονδίας ότι είχε κηρυχθεί απεργία έπεφταν στη θάλασσα εγκαταλείποντας το πλοίο πριν ρίξει άγκυρα. Σ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας έμεναν στο λιμάνι έτοιμοι να δράσουν αν οι πλοιοκτήτες έφερναν απεργοσπάστες. Στις 15/2 έγινε γενική απεργία με μαχητικές διαδηλώσεις και άγριες συγκρούσεις με την αστυνομία στο Βόλο, οι οποίες κράτησαν δύο μέρες. Πολλά εργοστάσια και καταστήματα καταστράφηκαν από τους διαδηλωτές. Τον ίδιο μήνα οι σιδηροδρομικοί όλης της χώρας κατέβηκαν σε απεργία. Η κυβέρνηση απάντησε με μαζικές συλλήψεις, επιστράτευση και αποστολή στο μέτωπο. Ωστόσο τα μέτρα αυτά είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα και η απεργία έληξε με σχετική επιτυχία. Την ημέρα εορτασμού της πρωτομαγιάς στη Θες/νίκη, παρά την απαγόρευση της αστυνομίας, μια αποστολή για το μέτωπο στασίασε και ενώθηκε με τους εργάτες. Συνελήφθησαν και δικάστηκαν σε στρατοδικείο. Τον Μάιο έγινε απεργία των εργατών του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου Αθήνας-Πειραιά. Η κυβέρνηση συλλαμβάνει και στέλενει σε στρατοδικείο πολλούς απεργούς, 11 από αυτούς καταδικάζονται σε 8 χρ. φυλακή και στέλνονται στην Ακροναυπλία. Τον Δεκέμβρη, στην Κέρκυρα, ένα συλλαλητήριο ελαιοπαραγωγών μετρέπεται σε μαχητική αντιπολεμική διαδήλωση. Στρατιώτες ενώνονται με τους εξαγριωμένους αγρότες.

Οι πιο μαχητικοί και πιο καλά οργανωμένοι εργάτες εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα και στον Πειραιά ήταν οι ναυτεργάτες, οι μηχανουργοί, οι τσιγαράδες, οι τραμβαγέρηδες, οι τυπογράφοι και οι εργάτες ηλεκτρισμού. Οι τελευταίοι είχαν με μια σειρά επιτυχών απεργιών πετύχει πολύ σημαντικές κατακτήσεις: ψηλά ημερομίσθια, υποφερτές συνθήκες εργασίας, ταμείο αλληλοβοήθειας (για τους ασθενείς) που το χρηματοδοτούσε η εταιρεία, επίσης ο πρόεδρος του συνδικάτου πληρωνόταν από την εταιρεία κανονικά όσο διάστημα απήχε από την εργασία για να εκτελέσει αυτό το καθήκον. Οι απεργίες τους, πάντα απροειδοποίητες, ήταν από τα πιο μεγαλειώδη και συγκλονιστικά γεγονότα της εποχής. Η Αθήνα και ο Πειραιάς βυθίζονταν στο σκοτάδι, τα τραμ και ο ηλεκτρικός σταματούσαν στις γραμμές. Στο εργοστάσιο μπέρδευαν τα καλώδια και τοποθετούσαν πινακίδες με την προειδοποίηση «Προσοχή κίνδυνος θάνατος» ώστε να μην τολμάει απεργοσπάστης να πλησιάσει. Επίσης παρέμεναν στο εργοστάσιο ή στα γραφεία του συνδικάτου έτοιμοι να επέμβουν.

Το 1915, ενώ συνεδρίαζε η Βουλή νύχτα, το συνδικάτο ζητά επίμονα να δει τον Βενιζέλο. Φανερά εκνευρισμένος, αυτός τους λέει ότι απορρίπτονται τα αιτήματα, χωρίς να ξεκινήσει καν η συζήτηση. Αμέσως σβήνουν τα φώτα της Βουλής και όλης της πόλης, οπότε ο πρόεδρος του συνδικάτου βγάζει ένα σπερματσέτο, το ανάβει και λέει: Καθίστε κύριε πρόεδρε να συνεχίσουμε τη συζήτηση. Μόνο όταν τα αιτήματα έγινε δεκτά άναψαν και πάλι τα φώτα.

Κατάρρευση μετώπου στη Μ. Ασία (πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. 61-63)

Όταν το μικρασιατικό μέτωπο καταρρέει, επικρατεί οργή και αγανάκτηση παντού. Οι δρόμοι γεμίζουμε με ένοπλους στρατιώτες που δεν πειθαρχούν σε κανέναν, χιλιάδες πρόσφυγες κατακλύζουν τα λιμάνια, τους δρόμους, τις πλατείες. Οι αρχές παραλύουν. Κόκκινες σημαίες εμφανίζονται στους δρόμους. Η κυβέρνηση προσπαθεί να αφοπλίσει τους στρατιώτες, δίνοντάς του απολυτήριο μόνο αφού παραδώσουν το όπλο τους. Από παντού γίνονται εκκλήσεις για πειθαρχία και ενική ενότητα. Για να εξευμενιστεί το πλήθος εκτελούνται 5 υπουργοί και ο αρχιστράτηγος. Το ΚΚΕ γράφει για την υποστολή της σημαίας της πάλης των τάξεων μπροστά στην εθνική συμφορά. Οι μάζες όμως, οδηγούνται από το ταξικό τους ένστικτο και ξεσπάει ένα κύμα απεργιών σε όλη τη χώρα. Οι μερικές απεργίες καταλήγουν στη γενική απεργία του Αυγούστου 1923. Χιλιάδες εργάτες είναι στους δρόμους σε όλα τα βιομηχανικά κέντρα της χώρας. Από τις βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία είναι 11 οι νεκροί και εκατοντάδες οι τραυματίες. Ένα μέρος του στρατού συναδελφώνεται με τους απεργούς, οπότε η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τσερκέζους εναντίον των απεργών. Η χώρα κηρύσσεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκη, τα εργατικά συνδικάτα τίθενται εκτός νόμου, η στρατιωτική κυβέρνηση επιβάλλει την τάξη.

Τέλη δεκαετίας ’20 (πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. σ.129-132)

Στο διάστημα 1927-28 ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα ήταν η πανελλαδική απεργία των καπνεργατών που κατέληξε σε αιματηρές συγκρούσεις σε όλα τα καπνοβιομηχανικά κέντρα της χώρας. Παντού η αστυνομία χρησιμοποιήσε όπλα κατά των απεργών και σε όλες τις πόλεις υπήρξαν θύματα και κατά μάζες συλλήψεις. Επίσης υπήρξαν μαζικές κινητοποιήσεις δημοσίων υπαλλήλων. Όσον αφορά τη Θες/νίκη, παραμένει η πόλη με το πιο συνειδητοποιημένο και οργανωμένο προλεταριάτο. Οι δέκα χιλιάδες περίπου καπνεργάτες/τριες ήταν όλοι οργανωμένοι. Γερά οργανωμένοι ήταν επίσης οι τροχιοδρομικοί, οι κεραμοποιοί, οι αρτεργάτες, οι μυλεργάτες, οι σιδηροδρομικοί, τα γκαρσόνια. Οι καπνεργάτες και οι τροχιοδρομικοί κατέβαιναν συχνά σε απεργίες, οι οποίες σχεδόν πάντα κατέληγαν σε νίκη χάρη στην οργάνωσή τους (ισχυρές ομάδες περιφρούρησης έξω από τα εργοστάσια κτλ). Οι τροχιοδρομικοί αντιμετώπιζαν τους απεργοσπάστες με καψούλια με δυναμίτη στις ράγες (για να τρομοκρατούνται οι επιβάτες), δύσοσμες αμπούλες μέσα στα τραμ (ώστε να αναγκαστούν να κατέβουν από τη βρόμα) ή ξαπλώνοντας με τις οικογένειές τους στις ράγες.

Δεκαετία του ’30 (πηγή: Α. Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδ. ύψιλον, σελ. σ.188-193)

Μια αιφνίδια, εκρηκτική άνοδος του κινήματος σημειώνεται το ΄35-΄36. Πριν ακόμα κλείσουν οι πόρτες των στρατοδικείων, κατόπιν του αποτυχημένου κινήματος των Βενιζελικών στρατιωτικών του ΄35, οι εργαζόμενες μάζες βγαίνουν στο προσκήνιο με δυναμικές απεργίες σε όλη τη χώρα, που συχνά καταλήγουν σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Στο Ηράκλειο υπήρξαν νεκροί και ακολούθησε γενική απεργία διαμαρτυρίας για τη σφαγή των εργατών. Τον ίδιο μήνα (Αυγ. ’35) εξεγέρθηκαν οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοποννήσου και κατέβηκαν ένοπλοι σε συλλαλητήρια στις πόλεις. Τον Οκτ. του ’35 κηρύσσεται δικτατορία και επαναφέρεται με ένα δημοψήφισμα παρωδία (97,8% υπέρ της βασιλείας) ο Γεώργιος. Λίγο μετά η ταξική πάλη κάνει μια απότομη άνοδο και φτάνει στο αποκορύφωμά της στις 9 Μαΐου 1936 με ένα κύμα απεργιών σε όλη τη χώρα. Και στις πόλεις και στην ύπαιθρο όλοι είναι στο πόδι.

Θες/νίκη ’36

Στις 9 Μαΐου 1936 στη Θες/νίκη οι από μέρες απεργίες και μικροδιαδηλώσεις καταλήγουν σε μια τρομερά άγρια σύγκρουση με τη χωροφυλακή. Δώδεκα εργάτες νεκροί και 300 τραυματίες. Ωστόσο αυτή η σφαγή είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, οι καμπάνες των εκκλησιών σε όλες τις εργατικές συνοικίες χτυπούν καλώντας το λαό να βγει στους δρόμους. Αποσπάσματα στρατιωτών συναδελφώνονται με τις εξεγερμένες μάζες, τα τμήματα χωροφυλακής πολιορκούνται. Οι εργάτες είναι ουσιαστικά κύριοι της πόλης. Η κεντρική απεργιακή επιτροπή είναι η μόνη πραγματική εξουσία στην επαναστατημένη πόλη. Τα πάντα έχουν σταματήσει, όλος ο κόσμος είναι στους δρόμους. Την κηδεία των θυμάτων παρακολουθεί όχι μόνο ο λαός της Θες/νίκης αλλά και αγρότες από τα γύρω χωριά. Η εν ψυχρώ σφαγή της Θες/νίκης ξεσηκώνει κύμα αγανάκτησης σε όλη τη χώρα, σκόρπια τμήματα της εργατικής τάξης κατεβαίνουν αυθόρμητα σε απεργία.

Η διοίκηση της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας1 δεν καλεί τους εργάτες στο δρόμο, και με το πρόσχημα ότι βρίσκεται σε συνεννόηση με τη ΓΣΕΕ για την από κοινού κήρυξη απεργίας συγκρατεί τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι δύο διοικήσεις βγάζουν έναν ηττοπαθές ανακοινωθέν και καλούν σε απεργία στις 13/5, αφότου έχει παραλύσει το μαχητικό πνεύμα των μαζών. Στη Θες/νίκη οι εργάτες παραμένουν στους δρόμους, οι απειλές του στρατηγού Ζέππου πέφτουν στο κενό. Τότε, διαπιστώνοντας ότι και οι εργατοπατέρες αποσκοπούσαν και αυτοί σε ειρηνική εκτόνωση της κατάστασης, αλλάζει τακτική. Τους καλεί και τους διαβεβαιώνει ότι θα ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα των απεργών, θα τιμωρηθούν οι χωροφύλακες-δολοφόνοι, θα αποζημιωθούν οι οικογένειες των νεκρών και οι τραυματίες, θα αποφυλακιστούν οι κρατούμενοι κτλ. Οι εργάτες φυσικά δεν τον πίστεψαν, ωστόσο τότε εμφανίστηκε δίπλα στον στρατηγό ο βουλευτής του ΚΚΕ Σινάκος και κάλεσε και αυτός τους εργάτες να διαλυθούν ησύχως, ακολούθησαν οι εκπρόσωποι της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και του Εργατικού Κέντρου. Το πλήθος πειθάρχησε στους «αρχηγούς». Την ίδια νύχτα όλοι οι δρόμοι γέμισαν χωροφύλακες με πολυβόλα. Ακολούθησαν μαζικές συλλήψεις. Τα κρατητήρια γέμισαν από εργάτες. Φυσικά καμία από τις υποσχέσεις του Ζέππου δεν τηρήθηκε.

Από εδώ και πέρα το κίνημα πήρε απογοητευμένο τον κατήφορο. Έτσι προετοιμάστηκε και το κοινωνικό έδαφος για τη δικατορία της 4ης Αυγ. Στις 3 Αυγ. η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία και η ΓΣΕΕ καλούν τους εργάτες σε γενική απεργία για τις 5 Αυγούστου εναντίον της απειλούμενης διάλυσης των εργατικών συνδικάτων. Στις 4 Αυγ. ο Ριζοσπάστης καταγγέλλει ότι εντός της ημέρας ο Μεταξάς θα κυρήξει δικτατορία. Η δικτατορία επιβλήθηκε χωρίς καμία αντίδραση. Παρά την εντολή των δύο συνομοσπονδιών για γενική απεργία, κανείς εργάτης δεν απεργεί.

1 Ενωτική ΓΣΕΕ. Τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που συγκροτήθηκε με απόφαση του ΚΚΕ το 1929. Η ίδρυση της ΕΓΣΕΕ καθορίστηκε από την ανάγκη ενιαίας έκφρασης των συνδικαλιστικών δυνάμεων που έλεγχε το ΚΚΕ σε μια περίοδο κατά την οποία οι περισσότερες από αυτές είχαν αποκλειστεί από τη ΓΣΕΕ, αλλά και από Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες που έλεγχε ο αντικομμουνιστικός συνασπισμός. Η ίδρυση της ΕΓΣΕΕ συνέπεσε με την ένταση της κρατικής καταστολής κατά του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος, την οποία σηματοδότησε η ψήφιση του «Ιδιώνυμου». Το 1930 η οργάνωση τέθηκε εκτός νόμου, αλλά επέβαλε τη de facto λειτουργία και δράση της. Αν και η εσωκομματική κρίση του ΚΚΕ δυσκόλεψε την παρέμβασή της στο μαζικό κίνημα στα 1929-31, η συμβολή της στην ανάπτυξη των εργατικών αγώνων ήταν εξαιρετικά σημαντική στα 1932-36. Το 1934, μετά την υιοθέτηση από το ΚΚΕ της κατεύθυνσης για συγκρότηση αντιφασιστικού μετώπου, η ΕΓΣΕΕ συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια οικοδόμησής του. Το 1935-36 στις γραμμές της εντάσσονταν οι μισοί από τους συνδικαλισμένους εργάτες και δρομολογήθηκαν διαδικασίες ενοποίησης με τη ΓΣΕΕ, τις οποίες ανέκοψε η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά. Η δικτατορία καταδίωξε τα στελέχη της ΕΓΣΕΕ, χιλιάδες από τα οποία συνελήφθησαν και βασανίστηκαν, ενώ εκατοντάδες ήταν αυτά που εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν.
Ανασυστάθηκε τυπικά τον πρώτο καιρό της Κατοχής, με γραμματέα τον Κώστα Λαζαρίδη, ο οποίος τον Ιούλιο 1941 υπέγραψε το Ιδρυτικό του Εργατικού ΕΑΜ, στο πλαίσιο του οποίου αυτοδιαλύθηκε και η ΕΓΣΕΕ. (αλιευμένο από διαδίκτυο)